Απολογισμός, 10 χρόνια μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου
Η πολιτική δεν είναι σχολικό πείραμα στη φυσική, όπου όλα γίνονται κάτω από “κανονικές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας”. Ούτε είναι μια παρτίδα σκάκι παιγμένη από αόρατους, αδιάφορους παίχτες, όπως φαντάζονται συχνά όσοι παραιτούνται από την ευθύνη.
Κι όμως, αυτή η αφήγηση —ότι όλα είναι ήδη μοιρασμένα, ότι όλα είναι στημένα, ότι τίποτα δεν εξαρτάται από εμάς— κυριαρχεί στις καθημερινές κουβέντες.
«Έλα τώρα, το Αιγαίο έχει ήδη μοιραστεί, αυτό το ξέρουν όλοι, φως φανάρι», έλεγε ένας φίλος στο καφέ.
Ο μόνος που δεν το ήξερε, μάλλον, ήμουν εγώ.
Γι’ αυτό και ρώτησα, αφελώς:
«Έχετε κάποια στοιχεία που δεν γνωρίζω;»
Η απάντηση: ένα βλέμμα μισό ειρωνεία, μισό οίκτος — «Τι λέει αυτός ρε;»
Αυτή η “κοινή λογική” είναι επικίνδυνη. Δεν είναι απλώς αφέλεια. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο θυμός συγκαλύπτει την άγνοια και η παραίτηση μεταμφιέζεται σε σοφία.
Αν ρίξει κανείς μια ματιά στη σύγχρονη ιστορία, θα δει πώς με τέτοιες βεβαιότητες ανέβηκαν Χίτλερ, Χρυσές Αυγές και κάθε είδους καιροσκόποι που υπόσχονταν να “τα γκρεμίσουν όλα”.
Και ακόμα εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ —δέκα χρόνια μετά— δεν κατάλαβαν ούτε γιατί ανέβηκαν στην εξουσία, ούτε γιατί κατέβηκαν τόσο απότομα.
Επικλήσεις στο ένδοξο παρελθόν ήταν απλά οι μεταμφιέσεις του παρόντος!
Σε αυτή την κουλτούρα, και οι αρχαίοι μας πρόγονοι χρησιμοποιούνται όχι ως πολιτιστική ή φιλοσοφική βάση αφετηρίας για το μέλλον, αλλά ως στολές μασκέ.
Χλαμύδες, περικεφαλαίες και ασπίδες πάνω από ένα παρόν που δεν έχει φροντίσει να διαβάσει ούτε Θουκυδίδη, ούτε Σωκράτη, ούτε δυστυχώς τον εαυτό του.
Η Ιστορία δεν είναι σκηνικό. Είναι εργαλείο κατανόησης.
Κι όμως, συχνά την περιφέρουμε σαν λάφυρο, σαν άλλοθι, σαν ντεκόρ σε συγκεντρώσεις αφελούς επαναστατισμού.
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 ως συμπύκνωση ήταν το αποκορύφωμα μιας στιγμής ιστορικής— όχι γιατί έδωσε λύση, αλλά γιατί συμπύκνωσε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική μας αυταπάτη:
θυμός χωρίς κατανόηση, ελπίδα χωρίς σχέδιο, απόφαση χωρίς ευθύνη.
Ήμουν υπέρ του “Ναι”
Όχι γιατί πίστευα στους δανειστές. Ούτε γιατί είχα αυταπάτες για την “Ευρώπη των λαών”.
Ήμουν υπέρ του Ναι γιατί θεωρούσα ότι ήταν η μόνη υπεύθυνη απάντηση για το μέλλον της χώρας.
Μιας χώρας πληγωμένης, αλλά ικανής να σταθεί, να αναγνωρίσει όχι μόνο όσα της έκαναν, αλλά και όσα έκανε η ίδια στον εαυτό της.
Μιας κοινωνίας που θα μπορούσε —με θεσμικό τρόπο— να οικοδομήσει ξανά εμπιστοσύνη, μέλλον, αξιοπρέπεια.
Δεν ήμουν με τους φοβισμένους. Ήμουν με τους υπεύθυνους.
Γι’ αυτό και τότε βρέθηκα στην πλευρά των “εθνοπροδοτών”.
Έτσι μας φώναζαν. Αυτούς που τόλμησαν να πιστέψουν πως η υπευθυνότητα δεν είναι προδοσία, αλλά ώριμη αγάπη για την πατρίδα.
Δεν το μετάνιωσα. Το μετάνιωσε όμως η ίδια η Ιστορία.
Το “Όχι” έγινε “Ναι” μέσα σε λίγες ώρες. Οι “ήρωες της ρήξης” διαπραγματεύτηκαν χωρίς σχέδιο και υπέγραψαν ό,τι τους έδωσαν. Οι υποσχέσεις έγιναν “ψευδαισθήσεις” — με τα λόγια εκείνων που τις έδωσαν.
Το μόνο που έμεινε ήταν ο θόρυβος. Και μια κοινωνία πιο διχασμένη από ποτέ.
Κι όμως, ακόμα και σήμερα, κάποιοι επιμένουν:
“Όλα είναι κανονισμένα”, “όλοι ίδιοι είναι”, “δεν αλλάζει τίποτα”.
Χωρίς ευθύνη όμως, τίποτα δεν αλλάζει. Και χωρίς μνήμη, όλα δυστυχώς επαναλαμβάνονται.