Αρχειοθήκη ιστολογίου

29/10/25

Το «ΟΧΙ» της 28ης Οκτωβρίου: Μια λέξη, δύο αλήθειες!

Κάθε χρόνο, με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, αναζωπυρώνεται η συζήτηση: ποιος είπε το «ΟΧΙ»; Ο Ιωάννης Μεταξάς ή ο ελληνικός λαός; Η ερώτηση φαίνεται απλή, αλλά κρύβει πίσω της διαφορετικές αναγνώσεις της Ιστορίας — άλλες ειλικρινείς, άλλες ιδεολογικά φορτισμένες. Για να την απαντήσουμε, χρειάζεται να αποδομήσουμε και τις δύο ακραίες αφηγήσεις.


1️⃣ «Το ΟΧΙ το είπε ο Μεταξάς»


Αυτή η άποψη στηρίζεται στο ιστορικό γεγονός ότι ο Μεταξάς, ως επικεφαλής της κυβέρνησης, πήρε την τελική απόφαση να απορρίψει το ιταλικό τελεσίγραφο. Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, απάντησε στον Ιταλό πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι με τη φράση στα γαλλικά: «Alors, c’est la guerre!» — δηλαδή, «Λοιπόν, είναι πόλεμος!».¹


Δεν είπε κυριολεκτικά «όχι», αλλά μετέφερε την ίδια ουσία: την άρνηση της παράδοσης. Αυτή η φράση, απλή και κοφτή, συμπυκνώθηκε αμέσως στο θρυλικό «ΟΧΙ» από τον Τύπο και τον λαό.


Ο Μεταξάς, αν και δικτάτορας και φιλογερμανικής κατεύθυνσης, λειτούργησε ως ρεαλιστής στρατιωτικός. Είχε συνειδητοποιήσει ότι η υποταγή στον Μουσολίνι θα σήμαινε de facto κατοχή της χώρας. Γνώριζε ακόμη ότι η Γερμανία, στο πλαίσιο της βαλκανικής της πολιτικής, είχε υποσχεθεί στη Βουλγαρία έξοδο στο Αιγαίο και εδαφικά ανταλλάγματα στη Μακεδονία, γεγονός που καθιστούσε κάθε προσέγγιση ουδετερότητας επικίνδυνη για την ελληνική εδαφική ακεραιότητα.²


Έτσι, όχι από ιδεολογική αντιφασιστική στάση, αλλά από ψυχρό γεωπολιτικό υπολογισμό, επέλεξε την αντίσταση στο πλευρό των Συμμάχων.


Ωστόσο, η άποψη ότι «το ΟΧΙ το είπε μόνο ο Μεταξάς» παραβλέπει την κοινωνική διάσταση του γεγονότος. Η ιστορία δεν γράφεται μόνο με τις υπογραφές των ηγετών, αλλά και με τη βούληση των λαών που υφίστανται τις συνέπειες των αποφάσεών τους.


2️⃣ «Το ΟΧΙ το είπε ο λαός»


Στο άλλο άκρο του φάσματος, η άποψη θέλει το «ΟΧΙ» να είναι αποκλειστικά λαϊκό. Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, ο Μεταξάς αναγκάστηκε να πει «όχι» γιατί γνώριζε ότι ο λαός δεν θα δεχόταν την υποταγή.


Πράγματι, το ξημέρωμα εκείνης της μέρας, οι Έλληνες ξεχύθηκαν στους δρόμους φωνάζοντας «ΟΧΙ». Παρά τη δικτατορία, τη λογοκρισία και την αστυνομική καταστολή, ο λαός υιοθέτησε αυθόρμητα την απόφαση σαν δική του. Ακόμη και πολιτικοί κρατούμενοι, μεταξύ των οποίων και κομμουνιστές, δήλωσαν την επιθυμία τους να πολεμήσουν, αν και το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό από το καθεστώς.³ Αυτό αποδεικνύει ότι το αντιφασιστικό φρόνημα υπήρξε ευρύτερο και βαθύτερο από τις επιλογές της κυβέρνησης.


Όμως, η άποψη ότι «το ΟΧΙ το είπε μόνο ο λαός» αγνοεί το θεσμικό γεγονός ότι, χωρίς την απόφαση της ηγεσίας, δεν θα υπήρχε επίσημη άρνηση στο τελεσίγραφο. Το κράτος διέθετε ήδη στρατιωτική οργάνωση, σύνορα και διοίκηση — μηχανισμούς που, όσο αυταρχικοί κι αν ήταν, αποτέλεσαν το απαραίτητο πλαίσιο για την άμυνα.


Η λαϊκή θέληση χωρίς κρατική οργάνωση δεν μπορεί να μετατραπεί σε μάχη, όπως ακριβώς και η κρατική απόφαση χωρίς λαϊκή συμμετοχή δεν μπορεί να οδηγήσει σε νίκη.


3️⃣ Η σύνθεση των δύο όψεων


Το «ΟΧΙ» ήταν απόφαση ενός ανθρώπου, αλλά ψυχή ενός λαού. Η δύναμή του δεν προήλθε από το γραφείο του Μεταξά, αλλά από τις πλαγιές της Πίνδου και τις καρδιές όσων πολέμησαν, πείνασαν και αντιστάθηκαν. Το καθεστώς έπεσε λίγους μήνες μετά, όμως το πνεύμα του «ΟΧΙ» συνέχισε να ζεί μέσα από την Εθνική Αντίσταση, την οποία οργάνωσαν οι ίδιοι άνθρωποι που η δικτατορία του Μεταξά είχε φυλακίσει.


Γι’ αυτό, το ερώτημα «ποιος είπε το ΟΧΙ» είναι στην πραγματικότητα παραπλανητικό. Η ιστορία δεν είναι διαγωνισμός ιδιοκτησίας, αλλά ισορροπία ανάμεσα στην εξουσία και τη συλλογική συνείδηση. Το «ΟΧΙ» ανήκει και στους δύο — στον Μεταξά, που το διατύπωσε θεσμικά, και στον λαό, που του έδωσε ψυχή, νόημα και διάρκεια.


4️⃣ Το «ΟΧΙ» σήμερα


Ογδόντα πέντε χρόνια μετά, το «ΟΧΙ» εξακολουθεί να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς. Όχι πια απέναντι σε ξένους στρατούς, αλλά απέναντι σε μορφές εξάρτησης, κοινωνικής αδικίας και ηθικής υποταγής. Το να λέει κανείς «όχι» δεν σημαίνει άρνηση για την άρνηση, αλλά πράξη αυτογνωσίας: μια απόφαση να μην υποκύψει στο εύκολο, στο βολικό, στο άδικο.


Κι αν ο Μεταξάς είπε «Alors, c’est la guerre», ο λαός απάντησε με έργα: «Θα πολεμήσουμε όλοι». Αυτό είναι, τελικά, το διαχρονικό νόημα του ελληνικού, πατριωτικού και αντιφασιστικού ΟΧΙ.


_____________________

📚 Παραπομπές


1. Εμανουέλε Γκράτσι, Η αρχή του τέλους – Το ημερολόγιο του Ιταλού πρέσβη στην Αθήνα (Εκδόσεις Εστία, 1945). Ο ίδιος ο Γκράτσι καταγράφει τη φράση «Alors, c’est la guerre» ως την απάντηση του Μεταξά στις 3:00 τα ξημερώματα.

2. Mark Mazower, Inside Hitler’s Greece: The Experience of Occupation, 1941–44 (Yale University Press, 1993). Αναλύει τη βουλγαρική πολιτική του Ράιχ και τις υποσχέσεις για έξοδο στο Αιγαίο, οι οποίες καθιστούσαν τη βουλγαρική πίεση απειλή για την Ελλάδα.

3. Νίκος Ζαχαριάδης, Γράμμα από τις φυλακές της Ασφάλειας, 2 Νοεμβρίου 1940, δημοσιευμένο στον Τύπο και στα «Αρχεία του ΚΚΕ». Ο Ζαχαριάδης καλούσε «όλο τον ελληνικό λαό να πολεμήσει ενάντια στον φασισμό», ενώ καταγράφονται και αιτήματα απελευθέρωσης κομμουνιστών για να συμμετάσχουν στην υπεράσπιση της πατρίδας.

28/10/25

28η Οκτωβρίου: Το «Όχι» που πρέπει να λέγεται ξανά!


Από τον φασισμό στον λαϊκισμό – το χρέος της δημοκρατίας σήμερα


Στην Ελλάδα, κάθε 28η Οκτωβρίου θυμόμαστε το ηρωικό «Όχι» απέναντι στον φασισμό. Όμως, η μνήμη δεν υπάρχει για να τη στολίζουμε με σημαίες, αλλά για να τη μεταφράζουμε σε στάση ζωής. Σήμερα, ο φασισμός δεν φορά πάντα στολή, δεν κρατά όπλο ούτε απειλεί με φανερή βία. Συχνά, προετοιμάζεται μέσα από τον λαϊκισμό, μέσα από τις εύκολες απαντήσεις και τις ψεύτικες βεβαιότητες που αυτός προσφέρει.


Τα σύννεφα του λαϊκισμού απλώνονται και πάλι πάνω από την Ευρώπη και την Ελλάδα. Χαρακτηρίζεται από απλά λόγια, έντονα συναισθήματα και την διαρκή καταγγελία των «άλλων» για όλα τα δεινά. Ο λαϊκισμός υπόσχεται σωτηρία, αλλά στην πραγματικότητα γεννά διχασμό. Είναι το θερμοκήπιο του φασισμού – το έδαφος όπου το μίσος και ο φόβος ριζώνουν, ντυμένα αυτή τη φορά με τα προσωπεία του «γνήσιου πατριωτισμού».


Παρασυρμένοι, ζήσαμε στην Ελλάδα της κρίσης τα ολέθρια αποτελέσματα του λαϊκισμού, τόσο της «άνω» όσο και της «κάτω πλατείας». Είδαμε πώς ο θυμός μετατρέπεται σε κύριο πολιτικό λόγο και πώς η δημαγωγία καθιστά τη λογική και τη λογική σκέψη αδύναμη πολυτέλεια. Μέσα σε αυτόν τον θόρυβο, βρήκε εύφορο έδαφος για να ξαναφυτρώσει η μισαλλοδοξία.


Η αληθινή αγάπη για την πατρίδα δεν έχει καμία σχέση με τις κραυγές. Ο πατριώτης δεν φωνάζει για να ξεχωρίσει, αλλά εργάζεται για να ενώσει. Δεν μισεί τις πατρίδες των άλλων, υπερασπίζεται με σεβασμό τη δική του. Οι φασίστες και οι λαϊκιστές δεν διακρίνονται από την αγάπη για την πατρίδα, αλλά από το μίσος που σπέρνουν στο όνομά της – και, κυρίως, από το μίσος για τις πατρίδες και τον πολιτισμό των άλλων.


Σήμερα, το «Όχι» πρέπει να ειπωθεί ξανά. Όχι μόνο απέναντι σε εξωτερικούς εχθρούς, αλλά απέναντι στις εσωτερικές μας αδυναμίες: στον κυνισμό, στη δημαγωγία και στην απογοήτευση που οδηγεί στην απάθεια. Το «Όχι» του 1940 μας καλεί να σταθούμε και τώρα όρθιοι απέναντι σε όσους εμπορεύονται το συναίσθημα και παραχαράσσουν την Ιστορία.


Η δημοκρατία δεν φοβάται τους αντιπάλους της, φοβάται την αδιαφορία των πολιτών της. Ο φασισμός και ο λαϊκισμός κερδίζουν χώρο μόνο όταν η φωνή της λογικής και της λογικής σκέψης σιωπά.


Γι' αυτό, το πραγματικό «Όχι» σήμερα σημαίνει: όχι στον λαϊκισμό, όχι στο μίσος, όχι στην αδιαφορία. Γιατί ο αληθινός πατριωτισμός δεν είναι φωνή οργής, αλλά πράξη ευθύνης.


Και η μνήμη του 1940 μας θυμίζει ότι κάθε γενιά έχει το δικό της «Όχι» να πεί – και το χρέος να το εννοεί.

21/10/25

Αντίο Διονύση!


Σήμερα, 21 Οκτωβρίου 2025, έσβησε η φωνή που μας συντρόφεψε στα πιο ανήσυχα, φωτεινά και μελαγχολικά μας χρόνια — ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Ο τραγουδοποιός που έβαλε λέξεις και ήχους στα όνειρα μιας γενιάς που δεν χωρούσε στα καλούπια.


Ήταν τότε που η εφηβεία μας βούιζε από ερωτήσεις και οι δρόμοι της πόλης μύριζαν αλλαγή.

Στα κασετόφωνα έπαιζε το Φορτηγό, το Περιβόλι του Τρελλού, ο Μπάλλος, κι εμείς, καθισμένοι στα παγκάκια ή στα φοιτητικά δωμάτια, μαθαίναμε απ’ έξω τους στίχους, σαν να ’ταν ψαλμοί μιας άλλης εκκλησίας — της ελευθερίας.

Ο Σαββόπουλος δεν τραγουδούσε απλώς. Μας μύησε σε μια γλώσσα αλλιώτικη, όπου ο έρωτας, η ειρωνεία και η ιστορία γίνονταν ένα.

Θυμάμαι τα καλοκαίρια που έφτανε η φωνή του απ’ το ραδιόφωνο, ανακατεμένη με το θρόισμα των φύλλων και το παράπονο των θαλασσινών βραδιών.

Θυμάμαι τις συναυλίες του, όπου χιλιάδες στόματα τραγουδούσαμε μαζί:


«Ας κρατήσουν οι χοροί, κι η χαρά να μας μείνει…»


Κι ήταν σαν να κρατιόταν στ’ αλήθεια, για λίγο, η χαρά μέσα στη νύχτα.

Μας συντρόφεψε όταν όλα γύρω έμοιαζαν δύσκολα, τότε που οι στίχοι έπρεπε να είναι γρίφοι για να περάσουν τη λογοκρισία, κι όμως εμείς καταλαβαίναμε — γιατί πίσω από κάθε αλληγορία του, χτυπούσε η καρδιά μας.

Μας έμαθε πως το ελληνικό τραγούδι μπορεί να είναι σκέψη, ποίηση, δρόμος και γιορτή μαζί.

Τώρα που έφυγε, νιώθω πως σιγεί ένα κομμάτι από τη φωνή της δικής μας ζωής.

Κι όμως, καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, μου έρχεται να χαμογελάσω — γιατί κάπου, στο βάθος του χρόνου, συνεχίζει να ακούγεται:


«Μην το πεις ποτέ, η ζωή είναι αλλού…»


Αντίο, Διονύση.

Οι χοροί θα κρατήσουν. Για σένα, και για τα χρόνια που μας χάρισες.

12/10/25

«Ο πλούτος των λίγων, η πρόκληση των πολλών»

Στην εποχή της υπερσυγκέντρωσης πλούτου, οι αριθμοί σοκάρουν: λίγοι άνθρωποι κατέχουν περισσότερα από όσα κατέχει η μισή ανθρωπότητα μαζί. Από τον Έλον Μασκ μέχρι τις μεγάλες οικονομικές ελίτ της Ευρώπης και της Ελλάδας, η ανισότητα γίνεται όχι μόνο οικονομικό αλλά και κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα. Αυτό το άρθρο εξετάζει πώς η συγκέντρωση πλούτου επηρεάζει τον κόσμο, ποιος είναι ο ρόλος των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών στην Ευρώπη και στην Ελλάδα και τι πρέπει να κάνουν το ΠΑΣΟΚ και οι προοδευτικές δυνάμεις για να επαναφέρουν τον λαϊκό ριζοσπαστισμό στην πολιτική σκηνή.

Στο παγκόσμιο επίπεδο η περιουσία του Έλον Μασκ, που πλησιάζει τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια, αποτελεί σύμβολο της ακραίας οικονομικής ανισότητας. Το 1% του πληθυσμού ελέγχει σχεδόν το μισό παγκόσμιο πλούτο, ενώ το 50% μοιράζεται λιγότερο από το 2%. Όταν η οικονομική δύναμη συνδυάζεται με τεχνολογική κυριαρχία, οι αποφάσεις ενός ατόμου επηρεάζουν όχι μόνο τις αγορές, αλλά και το μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας.


Στην Ευρώπη, η ανισότητα παραμένει σημαντική παρά τα ισχυρά κοινωνικά δίκτυα. Το top 10% κατέχει πάνω από το 50% του πλούτου στις περισσότερες χώρες. Οι πολιτικές λιτότητας και η οικονομική συγκέντρωση ενισχύουν τη δυσαρέσκεια. Τα σοσιαλδημοκρατικά κινήματα προσπαθούν να εξισορροπήσουν τις ανισότητες μέσω προοδευτικής φορολογίας, κοινωνικής πρόνοιας και δημόσιων υπηρεσιών, διασφαλίζοντας ότι η ανάπτυξη ωφελεί ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας.


Στην Ελλάδα, οι οικονομικές ανισότητες παραμένουν έντονες. Το top 1% συγκεντρώνει μεγάλο μέρος του πλούτου, ενώ πολλοί νέοι και εργαζόμενοι έχουν περιορισμένες ευκαιρίες. Το ΠΑΣΟΚ και οι προοδευτικές δυνάμεις καλούνται να παίξουν στρατηγικό ρόλο: η υπεράσπιση της κοινωνικής δικαιοσύνης και η δίκαιη κατανομή πόρων είναι μονόδρομος αν θέλουν να αναπτύξουν ένα λαϊκό ριζοσπαστισμό και να επανέλθουν στην εξουσία.


Η συγκέντρωση πλούτου δεν είναι μόνο οικονομικό ζήτημα: είναι πρόκληση για τη δημοκρατία, για την κοινωνική συνοχή και για το μέλλον της πολιτικής. Η ισχυρή παρουσία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη και του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα αποτελεί μονόδρομο για να επαναφέρουν την ισορροπία και να οικοδομήσουν έναν σύγχρονο λαϊκό ριζοσπαστισμό. Ο πλούτος των τρισεκατομμυριούχων δεν αφορά μόνο τους λίγους. Αφορά όλους μας, και η αντιμετώπισή του είναι ευθύνη για ολόκληρη την κοινωνία.

5/10/25

Τέμπη 2023: Το Ρήγμα, η Δίκη και ο Αγώνας για το Κοινό Συμβόλαιο!

Η τραγωδία των Τεμπών δεν ήταν απλώς ένα δυστύχημα. Ήταν ένα σεισμικό ρήγμα που σχίζει το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο, αφήνοντας πίσω του όχι μόνο πένθος, αλλά ένα βαθύ, ανοιχτό τραύμα: την πληγωμένη εμπιστοσύνη μιας κοινωνίας που απαιτεί λογοδοσία. Το δικαίωμα των οικογενειών στην αλήθεια είναι το αδιαπραγμάτευτο αίτημα για αποκάλυψη και δικαιοσύνη, η φωνή που δεν ανέχεται άλλη ασάφεια.

Αυτή η φωνή, όμως, κινδυνεύει να πνιγεί σε έναν καταιγισμό πολιτικών αντιπαραθέσεων. Στο επίκεντρο, τα κενά, οι παραλείψεις, οι καθυστερήσεις και τα λάθη από πλευράς κυβέρνησης και θεσμών δημιούργησαν ένα πεδίο αμφιβολιών και υποψίας βαθιάς συγκάλυψης. Αυτά τα αντικειμενικά γεγονότα δημιούργησαν την εντύπωση ενός κράτους που προστατεύει τον εαυτό του και όχι την αλήθεια. Παράλληλα, η πολιτική εργαλειοποίηση της τραγωδίας μετατρέπει το δικαστικό αίτημα σε όπλο για ίδιον όφελος. Το αποτέλεσμα είναι μια τοξική αντιπαράθεση μεταξύ δύο αφηγημάτων – του «ανθρωπίνου λάθους» και του «εγκλήματος» – όπου η πλειοψηφία που αναζητά ψύχραιμες απαντήσεις δεν βρίσκει χώρο.


Σε αυτό το δηλητηριωδές κλίμα, η επίκληση «αφήστε τη Δικαιοσύνη να μιλήσει» ακούγεται κενή. Όταν η εμπιστοσύνη στους θεσμούς έχει διαβρωθεί από συστημικές αδράνειες, αυτή η φράση μοιάζει λιγότερο με υπόσχεση και περισσότερο με προπέτασμα καπνού. Έτσι, η Δικαιοσύνη, ο αμερόληπτος διαιτητής, μετατρέπεται σε κύριο κατηγορούμενο. Αυτή η μετατόπιση είναι ίσως η πιο επικίνδυνη πτώση: η διάβρωση της πίστης στο ίδιο το κράτος δικαίου.


Όμως, η βαθύτερη κρίση παραμένει η ηθική. Η ελληνική κοινωνία δεν είναι ξένη στην πόλωση – την έχει ζήσει και ιστορικά, και στο πιο πρόσφατο παρελθόν, με την οικονομική κρίση και τα μνημόνια, με γνωστά πλέον οδυνηρά αποτελέσματα. Αυτή η συσσωρευμένη δυσπιστία λειτουργεί τώρα ως επιταχυντής. Αν η κοινωνία πειστεί ότι «όλοι συγκάλυψη κάνουν» και ότι «κανένα δικαστήριο δεν είναι ανεξάρτητο», τότε έχουμε περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή. Αυτό σημαίνει την κατάρρευση του κοινού συμβολαίου – της θεμελιώδους πίστης ότι, παρά τις ατέλειές του, το πολιτικό σύστημα παραμένει το τελευταίο καταφύγιο δικαιοσύνης. Αν αυτό το θεμέλιο υπονομευτεί, τότε το κενό που αφήνει γεμίζει με ωμή οργή, αυθαίρετη καταδίκη, και ο κίνδυνος κοινωνικής αποσύνθεσης γίνεται πιο πραγματικός από ποτέ.


Η υπόθεση των Τεμπών, δεν είναι απλά μια δικαστική διαδικασία. Είναι ο καθρέφτης που μας ρωτά: Μπορεί αυτή η κοινωνία να αντιμετωπίσει την κρίση της χωρίς να βυθιστεί στο χάος; Το πραγματικό διακύβευμα ξεπερνά κατά πολύ την απονομή δικαιοσύνης για ένα δυστύχημα. Αφορά τη διαφύλαξη της ίδιας της έννοιας της Δικαιοσύνης και της δυνατότητας για έναν κοινό βίο. Το ρήγμα στα Τέμπη είναι πλέον και ρήγμα μέσα μας, και η επούλωσή του περνά μέσα από την αναζήτηση της αλήθειας χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς φόβο.