Από τον κύριο Περικλή Κοντόγγονα έλαβα ένα άρθρο ως απάντηση στο κείμενο του Νίκου Αραπάκη „ Συναισθηματισμός vs Ορθολογισμός" το οποίο και ευχαρίστως δημοσιεύω.
Το διάβασα με ευχαριστήση. Πρώτα απ’ όλα γιατί ο Νίκος είναι φίλος, μετά γιατί είναι εχέφρων άνθρωπος και τρίτον γιατί το ξεκίνησε πολύ καλά: η σύγχρονη Ελλάδα είναι η πατρίδα της υπερβολής. Θα θυμάμαι πάντα μια σχετική ρήση ενός καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο «Στην Ελλάδα περάσαμε πολύ γρήγορα από τα γρόσια στα ευρώ και από...τον αυνανισμό στο ομαδικό όργιο» (αλλιώς το έλεγε, αλλα ας όψεται η αστική μου ευγένεια). Ελλάδα της υπερβολής λοιπόν, από την οποία όμως δεν κατάφερε να ξεφύγει ούτε ο φίλος Νίκος. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα λίγο από την αρχή...
Αφήνοντας εξ’ ορισμού έξω από τη συζήτησή μας τις θεωρίες συνωμοσίας, τους κακούς ξένους που θέλουν να μας πάρουν τα ασημικά και άλλα λίγο ή πολύ ευφάνταστα σενάρια, αν θέλαμε να συνοψίσουμε σε μερικές γραμμές το πώς φτάσαμε ως εδώ, μάλλον θα γράφαμε τα εξής: οι επενδυτές-κερδοσκόποι αποφάσισαν κάποια στιγμή να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες του ευρώ: ατελές νόμισμα, χωρίς ενιαία οικονομική πολιτική, χωρίς υπουργείο οικονομικών κτλ. Αυτό ήταν κάτι που είχε προβλεφθεί (με σχετική προειδοποίηση μάλιστα προς τις ηγεσίες των μεγάλων κρατών της Ευρωζώνης) από τον Τζώρτζ Σόρος, τον οποίο αντί να καταριόμαστε και να τον αντιμετωπίζουμε ωσαν το δαίμονα με τις εφτά ουρές, καλό θα ήταν να ακούμε –καταρχήν- τι λέει. Ο αδύναμος κρίκος μιας γερής –κατα τα άλλα- αλυσίδας ήταν η Ελλάδα. Τεράστιο έλλειμμα, ακόμη πιο τεράστιο χρέος. Μισό βήμα δηλαδή από το γκρεμό, ούτε να την σπρώξεις δεν θα χρειαζόταν. Εν μέσω κωλυσιεργίας των ευρωπαικών κυβερνήσεων το παιχνίδι χόντραινε την ώρα που η Ελλάδα έπρεπε να πληρώσει, αλλά στα ταμεία δεν υπήρχε ούτε σουσάμι από κουλούρι. Ηταν η περιβόητη 19η Μαϊου. Εν τέλει, κάποιοι βρέθηκαν να μας δανείσουν, αλλά επειδή είμαστε γνωστά λαμόγια, αυτή τη φορά θα το έκαναν λίγο διαφορετικά: θα μας άλλαζαν τα φώτα στον έλεγχο. Επειδή, όμως, η πρόθεσή μου δεν είναι να εμπλακώ στο αν ορθώς υπογράψαμε το Μνημόνιο, ούτε στο αν «μαζί τα φάγαμε», όποιος θέλει να μάθει την πραγματική ιστορία του πώς φτάσαμε ως εδώ, ας αφιερώσει λίγο από το χρόνο σου και ας δει αυτό:
Η κρίση του Ευρώ
Έκανα κι εγώ αυτή τη μικρή εισαγωγή –πριν προχωρήσω σε αυτά που θεωρώ πιο σημαντικά- για να θυμηθούμε (ή να καταλάβουμε) ότι υπογράψαμε το Μνημόνιο γιατί δεν είχαμε φράγκο. Είμασταν μπατίρηδες, χρεωκοπημένοι, τίποτα. Και είμασταν εμείς όλα αυτά και όχι μόνο το Κράτος. Διότι, χωρίς τα δανεικά, η 1η Ιουνίου 2010 θα έβρισκε μισθωτούς χωρίς μισθό και συνταξιούχους χωρίς σύνταξη. Αυτό είναι ένα γεγονός, που ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει, ανεξάρτητα αν θεωρεί σωστή ή όχι την υπαγωγή μας σε μηχανισμούς στήριξης, Μνημόνιο κτλ.
Μέσα σε αυτή τη δίνη δημιουργήθηκαν «αντίπαλα» στρατόπεδα. Είναι αυτά που (επιλεκτικά και μονόπλευρα όμως) περιέγραψε στο άρθρο του ο Νίκος Αραπάκης. Γιατί εκτός από τους ακραιφνείς «κακούς» νεοφιλελεύθερους ή τους βολεμένους εύπορους και τους ευαίσθητους γιούς τους, υπάρχουν κι άλλες ομάδες, τόσο «ελιτιστών» (όπως τους ονομάζει ο ίδιος) όσο και «αγανακτισμένων». Οι τελευταίοι, που είναι και οι περισσότεροι, χωρίζονται κι αυτοί σε υποκατηγορίες μια εκ των οποίων –η χειρότερη κατ’ εμέ- είναι οι βολεμένοι αντιδρώντες. Αυτοί που πορεύονται με το παχύ πορτοφόλι του μπαμπά τους, της μαμάς τους, της γυναίκας τους, του πεθερού τους, του ίδιου του Κράτους. Αλλά ταυτόχρονα φωνάζουν κιόλας. Το κακό δεν είναι εκεί, γιατί ο καθένας τα συμφέροντά του υποστηρίζει. Κακό δεν είναι ακόμη ούτε ότι οι βολεμένοι αγανακτισμένοι είναι απείρως περισσότεροι από τους βολεμένους ελιτιστές. Το κακό είναι ότι διεκδικούν για τον εαυτό τους την αποκλειστικότητα της κοινωνικής ευαισθησίας, των κοινωνικών αγώνων, της δημοκρατικότητας, ενώ την ίδια στιγμή «στολίζουν» όσους διαφωνούν μαζί τους με διάφορους χαρακτηρισμούς: παπαγαλάκια, νεοφιλελεύθερους, βολεμένους, λεφτάδες κ.α. Κι αν πρέπει να βγάλω ένα συμπέρασμα στο ύφος του φίλου Νίκου, θα έλεγα ότι το χειρότερο είδος επαναστάτη είναι ο βολεμένος επαναστάτης. «Τη συφορά που συμφέρει λογάριαζέ την για πόρνη» έγραψε ο Ελύτης...
Η ανάλυση του Νίκου Αραπάκη για τους «ελιτιστές» είναι όμως ελλειπής. Υπάρχει άλλη μια κατηγορία, η οποία διεκδικεί τον τίτλο του πιο...γνήσιου ελιτιστή (ναι, γνήσιου, γιατί οι κατηγορίες που περιέγραψε ο Νίκος στην πραγματικότητα δεν είναι ελιτιστές, αλλά κακομαθημένοι ελληναράδες νεόπλουτοι): είναι αυτή των ελιτιστών με Αρχές. Στριφνή λέξη για την εποχή μας, αλλά υπάρχει κι αυτή. Συνήθως δεν είναι ούτε οι ιδιαιτέρως εύποροι, αλλά ούτε και αυτοί που τους βρήκε το πρώτο κύμα. Είναι αυτοί που -σύντομα ενδεχομένως- θα διαβούν το Ρουβίκωνα, αλλά παρόλα αυτά δεν θα αλλάξουν άποψη για την δόμηση που πρέπει να αποκτήσει η κοινωνία και το κράτος. Δεν θα αρχίσουν να βρίζουν τους πολιτικούς γιατί ξέρουν ότι κομμάτι μας είναι και μας μοιάζουν. Δεν θα ζητήσουν την εξαίρεσή της συντεχνίας τους από τα μέτρα που θα πάρει η κυβέρνηση. Δεν θα προσπαθήσουν να βρουν άλλοθι για την πτώση τους. Δεν θα ενδώσουν ποτέ στο σαράκι του λαϊκισμού. Είναι αυτοί που τις αποψεις τους τις έχουν χαράξει στην πέτρα και όχι στην άμμο. Και μην νομίσει κανείς ότι είναι...ρομαντικοί ή ουτοπιστές. Όσους γνωρίζω από αυτή την κατηγορία είναι φριχτά ρεαλιστές και ορθολογιστές.
Και έτσι, μιλώντας για ορθολογισμό και ρομαντισμό, ερχόμαστε στο σημείο που αξιολογώ ως το πιο κομβικό του άρθρου του Νίκου Αραπάκη. Μια φράση που, κατά την γνώμη μου, ξεκλειδώνει την αιτία όλων σχεδόν των διαφορετικών θέσεων, τον πυρήνα γύρω από τον οποίο δορυφορούνται όλες οι αντιτιθέμενες (και μη) απόψεις. Έγραψε λοιπόν ο Νίκος: «προτάσσω την κατανόηση και την ανθρωπιά και δευτερευόντως τον ορθολογισμό μου». Γίνομαι αμέσως ξεκάθαρος: διαφωνώ.
Η κατανόηση και η ανθρωπιά (αξίες το δίχως άλλο) είναι συναισθήματα. Και το συναίσθημα είναι από τη φύση του χαοτικό. Δεν γνωρίζει αρχή, ούτε μέση, ούτε τέλος. Επειδή, λοιπόν, ακριβώς είναι συναισθήματα, η κατανόηση και η ανθρωπιά του φίλου Νίκου μπορεί να φτάνει μέχρι το να συμπάσχει με τον απολυμένο ή τον δημόσιο υπάλληλο με τις περικεκομμένες αποδοχές, αλλά του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου φτάνει μέχρι την απαίτηση πρόσληψης 4,000 θεολόγων στα σχολεία (γιατί σπουδαγμένα παιδιά είναι κι αυτά και δεν πρέπει να μείνουν άνεργοι), ενώ του Αλέξη Τσίπρα φτάνει μέχρι του να ζητάει την πρόσληψη (προεκλογικά) ακόμα 100,000 δημοσίων υπαλλήλων. Και η πλειοδοσία δεν έχει τέλος, ανάλογα με την...ευαισθησία του καθενός (αλλά και τις επιδιώξεις του, για να είμαστε ειλικρινείς).
Εναντι του ορθολογισμού, λοιπόν, δεν προτάσσω κανένα συναίσθημα. Κι αυτό όχι από βίτσιο, αλλά γιατί ο ορθολογισμός είναι εργαλείο και όχι αφηρημένη ιδέα προορισμένη να ικανοποιεί τις ανησυχίες μας. Η απατηλή άποψη που θέλει τον ορθολογισμό σε αντίθετη πορεία προς τις ανθρωπιστικές αρχές και τον ορθολογιστή χωρίς συναισθήματα γίνεται εμφανής αν αναλογιστούμε ότι ο ορθολογισμός κρύβει μέσα του την έννοια του δικαίου. Και ποιά μεγαλύτερη ανθρωπιστική αρχή μπορεί κανείς να φανταστεί από την δικαιοσύνη; Πώς αναθεματίζουμε τον ορθολογισμό , οταν στο όνομα του Ορθού Λόγου (για να θυμηθούμε και λίγο την ετοιμολογία που πάντα φανερώνει τα κρυμμένα νοήματα των σύνθετων λέξεων) έγινε η Γαλλική Επανάσταση, «τα χριστούγεννα της ανθρωπότητας» όπως έγραψε ένας μεγάλος διανοητής. Η κοινωνική δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελευθερία και η ισότητα είναι τα παράγωγα αυτού του Ορθού Λόγου. Για τον μέγιστο διαφωτιστή Ντιντερό η ιδανική φιγούρα είναι «ένας τίμιος άνθρωπος που χειρίζεται τα πάντα με την λογική» (Εγκυκλοπαίδεια). Πώς εμείς λοιπόν ερχόμαστε και υποβιβάζουμε τον ορθολογισμό έναντι των ίδιων του των παραγώγων; Και, περαιτέρω, πόσο δυνατόν είναι να σταθούν τα παράγωγα αυτά μόνα τους, χωρίς τον ορθολογισμό;
Δικαίως, όμως, θα αναρωτηθεί κανείς: δεν έρχεται δηλαδή ποτέ σε κόντρα ο ορθολογισμός με τις ανθρωπιστικές αξίες; Δεν συγκρούονται ποτέ ο ορθός λόγος με το συναίσθημα;
Η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη και εξαρτάται τι εννοεί κανείς ως «ανθρωπιστικές αξίες», όπως επίσης εξαρτάται από το αν ταυτίζονται πάντα οι αξίες αυτές με το συναίσθημα –πράγμα που δεν συμβαίνει. Ο στοχασμός του Νίτσε κατέτεινε στο ότι «αν είναι να σωθεί η πόλη από την πανούκλα που κομίζει το καράβι, να βουλιάξει το καράβι». Ξεπερνώντας τον αδυσώπητο ορθολογισμό του Νίτσε (γιατί αν τον βάλουμε στην κουβέντα μας θα γράφουμε για μήνες), το ζήτημα είναι τελικά το πώς θα μπορέσει κανείς να φέρει σε μια ισορροπία τις αντινομίες. Η διαλεκτική του «είτε...είτε...» δεν αποκλείει την διαλεκτική του «τόσο...όσο...».
Η ιδανική σύζευξη είναι για αυτούς που μπορούν να σταθούν πάνω στην κόψη του σπαθιού, να χορέψουν πάνω στο φτερό του καρχαρία. Για τους «υπόλοιπους εμείς» υπάρχουν δυο δρόμοι: ή θα δουλέψουμε με τον ορθολογισμό βάζοντάς του το απαραίτητο συναίσθημα που θα μας εμποδίσει από το να γίνουμε ρομπότ, ή θα προτάξουμε το συναίσθημα και απλώς θα το διανθίσουμε με ορθολογισμό για να μην βουλιάξουμε στην πιο βαθιά τάφρο του συναισθηματικού Ατλαντικού. Η διαφορά αυτών των δύο δρόμων είναι τεράστια. Γιατί, μπορεί το δευτερεύον χαρακτηριστικό να εισφέρει στοιχεία και να βελτιώνει το ύφος του πρωτεύοντος, αλλά η κατάληξή του και η μοίρα του είναι να αφομοιωθεί από το πρωτεύον. (Υπερ)απλουστεύοντας, θα πιούμε καφέ με γάλα ή γάλα με καφέ; Ναι, εξαρτάται τι πρότιμάει κανείς τελικά. Μόνο που, άλλη η επίδραση του καφέ και άλλη του γάλακτος. Αν επιχειρήσεις να πιεις καφέ για να κοιμηθείς και γάλα για να ξυπνήσεις, τα αποτελέσματα δεν θα είναι και τόσο τα επιθυμητά...
Τελικά, λοιπόν, ίσως η διαμάχη να μην είναι μεταξύ του λαϊκισμού και του ελιτισμού, αλλά μεταξύ του ορθολογισμού και του (άκρατου ιδίως) συναισθηματισμού. Γιατί πολύ εύκολα θα βρει κανείς ελιτιστές να λαϊκίζουν (προς την αντίθετη κατεύθυνση, πχ. Πάγκαλος –σύμφωνα με το φίλο Νίκο), αλλά και λαϊκιστές να ελιτίζουν (συνδικαλιστές για τις συντεχνίες τους –είναι κι αυτό μια μορφή ελιτισμού κατά την γνώμη μου). Δεν θα βρείς όμως ποτέ ορθολογιστή να ασκεί όλα τα είδη κολύμβησης στον ωκεανό του συναισθηματισμού, όπως και δύσκολα θα βρεις «συναισθηματιστή» να βουτάει στα βαθιά και παγωμένα νερά του ορθολογισμού.
Συμπέρασμα: ο Ταρτούφος μπορεί να είναι βολεμένος ή παραπονούμενος, λαϊκιστής ή ελιτιστής. Θα είναι όμως πάντα συναισθηματικός. Γιατί αν ήταν ορθολογιστής, δεν θα ήταν ο Ταρτούφος...
Περικλής Κοντόγγονας
Το διάβασα με ευχαριστήση. Πρώτα απ’ όλα γιατί ο Νίκος είναι φίλος, μετά γιατί είναι εχέφρων άνθρωπος και τρίτον γιατί το ξεκίνησε πολύ καλά: η σύγχρονη Ελλάδα είναι η πατρίδα της υπερβολής. Θα θυμάμαι πάντα μια σχετική ρήση ενός καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο «Στην Ελλάδα περάσαμε πολύ γρήγορα από τα γρόσια στα ευρώ και από...τον αυνανισμό στο ομαδικό όργιο» (αλλιώς το έλεγε, αλλα ας όψεται η αστική μου ευγένεια). Ελλάδα της υπερβολής λοιπόν, από την οποία όμως δεν κατάφερε να ξεφύγει ούτε ο φίλος Νίκος. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα λίγο από την αρχή...
Αφήνοντας εξ’ ορισμού έξω από τη συζήτησή μας τις θεωρίες συνωμοσίας, τους κακούς ξένους που θέλουν να μας πάρουν τα ασημικά και άλλα λίγο ή πολύ ευφάνταστα σενάρια, αν θέλαμε να συνοψίσουμε σε μερικές γραμμές το πώς φτάσαμε ως εδώ, μάλλον θα γράφαμε τα εξής: οι επενδυτές-κερδοσκόποι αποφάσισαν κάποια στιγμή να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες του ευρώ: ατελές νόμισμα, χωρίς ενιαία οικονομική πολιτική, χωρίς υπουργείο οικονομικών κτλ. Αυτό ήταν κάτι που είχε προβλεφθεί (με σχετική προειδοποίηση μάλιστα προς τις ηγεσίες των μεγάλων κρατών της Ευρωζώνης) από τον Τζώρτζ Σόρος, τον οποίο αντί να καταριόμαστε και να τον αντιμετωπίζουμε ωσαν το δαίμονα με τις εφτά ουρές, καλό θα ήταν να ακούμε –καταρχήν- τι λέει. Ο αδύναμος κρίκος μιας γερής –κατα τα άλλα- αλυσίδας ήταν η Ελλάδα. Τεράστιο έλλειμμα, ακόμη πιο τεράστιο χρέος. Μισό βήμα δηλαδή από το γκρεμό, ούτε να την σπρώξεις δεν θα χρειαζόταν. Εν μέσω κωλυσιεργίας των ευρωπαικών κυβερνήσεων το παιχνίδι χόντραινε την ώρα που η Ελλάδα έπρεπε να πληρώσει, αλλά στα ταμεία δεν υπήρχε ούτε σουσάμι από κουλούρι. Ηταν η περιβόητη 19η Μαϊου. Εν τέλει, κάποιοι βρέθηκαν να μας δανείσουν, αλλά επειδή είμαστε γνωστά λαμόγια, αυτή τη φορά θα το έκαναν λίγο διαφορετικά: θα μας άλλαζαν τα φώτα στον έλεγχο. Επειδή, όμως, η πρόθεσή μου δεν είναι να εμπλακώ στο αν ορθώς υπογράψαμε το Μνημόνιο, ούτε στο αν «μαζί τα φάγαμε», όποιος θέλει να μάθει την πραγματική ιστορία του πώς φτάσαμε ως εδώ, ας αφιερώσει λίγο από το χρόνο σου και ας δει αυτό:
Η κρίση του Ευρώ
Έκανα κι εγώ αυτή τη μικρή εισαγωγή –πριν προχωρήσω σε αυτά που θεωρώ πιο σημαντικά- για να θυμηθούμε (ή να καταλάβουμε) ότι υπογράψαμε το Μνημόνιο γιατί δεν είχαμε φράγκο. Είμασταν μπατίρηδες, χρεωκοπημένοι, τίποτα. Και είμασταν εμείς όλα αυτά και όχι μόνο το Κράτος. Διότι, χωρίς τα δανεικά, η 1η Ιουνίου 2010 θα έβρισκε μισθωτούς χωρίς μισθό και συνταξιούχους χωρίς σύνταξη. Αυτό είναι ένα γεγονός, που ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει, ανεξάρτητα αν θεωρεί σωστή ή όχι την υπαγωγή μας σε μηχανισμούς στήριξης, Μνημόνιο κτλ.
Μέσα σε αυτή τη δίνη δημιουργήθηκαν «αντίπαλα» στρατόπεδα. Είναι αυτά που (επιλεκτικά και μονόπλευρα όμως) περιέγραψε στο άρθρο του ο Νίκος Αραπάκης. Γιατί εκτός από τους ακραιφνείς «κακούς» νεοφιλελεύθερους ή τους βολεμένους εύπορους και τους ευαίσθητους γιούς τους, υπάρχουν κι άλλες ομάδες, τόσο «ελιτιστών» (όπως τους ονομάζει ο ίδιος) όσο και «αγανακτισμένων». Οι τελευταίοι, που είναι και οι περισσότεροι, χωρίζονται κι αυτοί σε υποκατηγορίες μια εκ των οποίων –η χειρότερη κατ’ εμέ- είναι οι βολεμένοι αντιδρώντες. Αυτοί που πορεύονται με το παχύ πορτοφόλι του μπαμπά τους, της μαμάς τους, της γυναίκας τους, του πεθερού τους, του ίδιου του Κράτους. Αλλά ταυτόχρονα φωνάζουν κιόλας. Το κακό δεν είναι εκεί, γιατί ο καθένας τα συμφέροντά του υποστηρίζει. Κακό δεν είναι ακόμη ούτε ότι οι βολεμένοι αγανακτισμένοι είναι απείρως περισσότεροι από τους βολεμένους ελιτιστές. Το κακό είναι ότι διεκδικούν για τον εαυτό τους την αποκλειστικότητα της κοινωνικής ευαισθησίας, των κοινωνικών αγώνων, της δημοκρατικότητας, ενώ την ίδια στιγμή «στολίζουν» όσους διαφωνούν μαζί τους με διάφορους χαρακτηρισμούς: παπαγαλάκια, νεοφιλελεύθερους, βολεμένους, λεφτάδες κ.α. Κι αν πρέπει να βγάλω ένα συμπέρασμα στο ύφος του φίλου Νίκου, θα έλεγα ότι το χειρότερο είδος επαναστάτη είναι ο βολεμένος επαναστάτης. «Τη συφορά που συμφέρει λογάριαζέ την για πόρνη» έγραψε ο Ελύτης...
Η ανάλυση του Νίκου Αραπάκη για τους «ελιτιστές» είναι όμως ελλειπής. Υπάρχει άλλη μια κατηγορία, η οποία διεκδικεί τον τίτλο του πιο...γνήσιου ελιτιστή (ναι, γνήσιου, γιατί οι κατηγορίες που περιέγραψε ο Νίκος στην πραγματικότητα δεν είναι ελιτιστές, αλλά κακομαθημένοι ελληναράδες νεόπλουτοι): είναι αυτή των ελιτιστών με Αρχές. Στριφνή λέξη για την εποχή μας, αλλά υπάρχει κι αυτή. Συνήθως δεν είναι ούτε οι ιδιαιτέρως εύποροι, αλλά ούτε και αυτοί που τους βρήκε το πρώτο κύμα. Είναι αυτοί που -σύντομα ενδεχομένως- θα διαβούν το Ρουβίκωνα, αλλά παρόλα αυτά δεν θα αλλάξουν άποψη για την δόμηση που πρέπει να αποκτήσει η κοινωνία και το κράτος. Δεν θα αρχίσουν να βρίζουν τους πολιτικούς γιατί ξέρουν ότι κομμάτι μας είναι και μας μοιάζουν. Δεν θα ζητήσουν την εξαίρεσή της συντεχνίας τους από τα μέτρα που θα πάρει η κυβέρνηση. Δεν θα προσπαθήσουν να βρουν άλλοθι για την πτώση τους. Δεν θα ενδώσουν ποτέ στο σαράκι του λαϊκισμού. Είναι αυτοί που τις αποψεις τους τις έχουν χαράξει στην πέτρα και όχι στην άμμο. Και μην νομίσει κανείς ότι είναι...ρομαντικοί ή ουτοπιστές. Όσους γνωρίζω από αυτή την κατηγορία είναι φριχτά ρεαλιστές και ορθολογιστές.
Και έτσι, μιλώντας για ορθολογισμό και ρομαντισμό, ερχόμαστε στο σημείο που αξιολογώ ως το πιο κομβικό του άρθρου του Νίκου Αραπάκη. Μια φράση που, κατά την γνώμη μου, ξεκλειδώνει την αιτία όλων σχεδόν των διαφορετικών θέσεων, τον πυρήνα γύρω από τον οποίο δορυφορούνται όλες οι αντιτιθέμενες (και μη) απόψεις. Έγραψε λοιπόν ο Νίκος: «προτάσσω την κατανόηση και την ανθρωπιά και δευτερευόντως τον ορθολογισμό μου». Γίνομαι αμέσως ξεκάθαρος: διαφωνώ.
Η κατανόηση και η ανθρωπιά (αξίες το δίχως άλλο) είναι συναισθήματα. Και το συναίσθημα είναι από τη φύση του χαοτικό. Δεν γνωρίζει αρχή, ούτε μέση, ούτε τέλος. Επειδή, λοιπόν, ακριβώς είναι συναισθήματα, η κατανόηση και η ανθρωπιά του φίλου Νίκου μπορεί να φτάνει μέχρι το να συμπάσχει με τον απολυμένο ή τον δημόσιο υπάλληλο με τις περικεκομμένες αποδοχές, αλλά του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου φτάνει μέχρι την απαίτηση πρόσληψης 4,000 θεολόγων στα σχολεία (γιατί σπουδαγμένα παιδιά είναι κι αυτά και δεν πρέπει να μείνουν άνεργοι), ενώ του Αλέξη Τσίπρα φτάνει μέχρι του να ζητάει την πρόσληψη (προεκλογικά) ακόμα 100,000 δημοσίων υπαλλήλων. Και η πλειοδοσία δεν έχει τέλος, ανάλογα με την...ευαισθησία του καθενός (αλλά και τις επιδιώξεις του, για να είμαστε ειλικρινείς).
Εναντι του ορθολογισμού, λοιπόν, δεν προτάσσω κανένα συναίσθημα. Κι αυτό όχι από βίτσιο, αλλά γιατί ο ορθολογισμός είναι εργαλείο και όχι αφηρημένη ιδέα προορισμένη να ικανοποιεί τις ανησυχίες μας. Η απατηλή άποψη που θέλει τον ορθολογισμό σε αντίθετη πορεία προς τις ανθρωπιστικές αρχές και τον ορθολογιστή χωρίς συναισθήματα γίνεται εμφανής αν αναλογιστούμε ότι ο ορθολογισμός κρύβει μέσα του την έννοια του δικαίου. Και ποιά μεγαλύτερη ανθρωπιστική αρχή μπορεί κανείς να φανταστεί από την δικαιοσύνη; Πώς αναθεματίζουμε τον ορθολογισμό , οταν στο όνομα του Ορθού Λόγου (για να θυμηθούμε και λίγο την ετοιμολογία που πάντα φανερώνει τα κρυμμένα νοήματα των σύνθετων λέξεων) έγινε η Γαλλική Επανάσταση, «τα χριστούγεννα της ανθρωπότητας» όπως έγραψε ένας μεγάλος διανοητής. Η κοινωνική δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελευθερία και η ισότητα είναι τα παράγωγα αυτού του Ορθού Λόγου. Για τον μέγιστο διαφωτιστή Ντιντερό η ιδανική φιγούρα είναι «ένας τίμιος άνθρωπος που χειρίζεται τα πάντα με την λογική» (Εγκυκλοπαίδεια). Πώς εμείς λοιπόν ερχόμαστε και υποβιβάζουμε τον ορθολογισμό έναντι των ίδιων του των παραγώγων; Και, περαιτέρω, πόσο δυνατόν είναι να σταθούν τα παράγωγα αυτά μόνα τους, χωρίς τον ορθολογισμό;
Δικαίως, όμως, θα αναρωτηθεί κανείς: δεν έρχεται δηλαδή ποτέ σε κόντρα ο ορθολογισμός με τις ανθρωπιστικές αξίες; Δεν συγκρούονται ποτέ ο ορθός λόγος με το συναίσθημα;
Η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη και εξαρτάται τι εννοεί κανείς ως «ανθρωπιστικές αξίες», όπως επίσης εξαρτάται από το αν ταυτίζονται πάντα οι αξίες αυτές με το συναίσθημα –πράγμα που δεν συμβαίνει. Ο στοχασμός του Νίτσε κατέτεινε στο ότι «αν είναι να σωθεί η πόλη από την πανούκλα που κομίζει το καράβι, να βουλιάξει το καράβι». Ξεπερνώντας τον αδυσώπητο ορθολογισμό του Νίτσε (γιατί αν τον βάλουμε στην κουβέντα μας θα γράφουμε για μήνες), το ζήτημα είναι τελικά το πώς θα μπορέσει κανείς να φέρει σε μια ισορροπία τις αντινομίες. Η διαλεκτική του «είτε...είτε...» δεν αποκλείει την διαλεκτική του «τόσο...όσο...».
Η ιδανική σύζευξη είναι για αυτούς που μπορούν να σταθούν πάνω στην κόψη του σπαθιού, να χορέψουν πάνω στο φτερό του καρχαρία. Για τους «υπόλοιπους εμείς» υπάρχουν δυο δρόμοι: ή θα δουλέψουμε με τον ορθολογισμό βάζοντάς του το απαραίτητο συναίσθημα που θα μας εμποδίσει από το να γίνουμε ρομπότ, ή θα προτάξουμε το συναίσθημα και απλώς θα το διανθίσουμε με ορθολογισμό για να μην βουλιάξουμε στην πιο βαθιά τάφρο του συναισθηματικού Ατλαντικού. Η διαφορά αυτών των δύο δρόμων είναι τεράστια. Γιατί, μπορεί το δευτερεύον χαρακτηριστικό να εισφέρει στοιχεία και να βελτιώνει το ύφος του πρωτεύοντος, αλλά η κατάληξή του και η μοίρα του είναι να αφομοιωθεί από το πρωτεύον. (Υπερ)απλουστεύοντας, θα πιούμε καφέ με γάλα ή γάλα με καφέ; Ναι, εξαρτάται τι πρότιμάει κανείς τελικά. Μόνο που, άλλη η επίδραση του καφέ και άλλη του γάλακτος. Αν επιχειρήσεις να πιεις καφέ για να κοιμηθείς και γάλα για να ξυπνήσεις, τα αποτελέσματα δεν θα είναι και τόσο τα επιθυμητά...
Τελικά, λοιπόν, ίσως η διαμάχη να μην είναι μεταξύ του λαϊκισμού και του ελιτισμού, αλλά μεταξύ του ορθολογισμού και του (άκρατου ιδίως) συναισθηματισμού. Γιατί πολύ εύκολα θα βρει κανείς ελιτιστές να λαϊκίζουν (προς την αντίθετη κατεύθυνση, πχ. Πάγκαλος –σύμφωνα με το φίλο Νίκο), αλλά και λαϊκιστές να ελιτίζουν (συνδικαλιστές για τις συντεχνίες τους –είναι κι αυτό μια μορφή ελιτισμού κατά την γνώμη μου). Δεν θα βρείς όμως ποτέ ορθολογιστή να ασκεί όλα τα είδη κολύμβησης στον ωκεανό του συναισθηματισμού, όπως και δύσκολα θα βρεις «συναισθηματιστή» να βουτάει στα βαθιά και παγωμένα νερά του ορθολογισμού.
Συμπέρασμα: ο Ταρτούφος μπορεί να είναι βολεμένος ή παραπονούμενος, λαϊκιστής ή ελιτιστής. Θα είναι όμως πάντα συναισθηματικός. Γιατί αν ήταν ορθολογιστής, δεν θα ήταν ο Ταρτούφος...
Περικλής Κοντόγγονας
1 σχόλιο:
Εξαιρετικό και το άρθρο του κου Αραπάκη, και το δικό σας. Θερμά συγχαρητήρια για τη γραφή σας κύριε Κοντογγόνα.
Δημοσίευση σχολίου