20/2/14

Τσίκνα και στους θεούς!

 
Καλή Αποκριά!
(Απόσπασμα από την “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ” του Νίκου Τσιφόρου!)

Είχανε, λοιπόν, μαζευτή τότε όλοι, θεοί και άνθρωποι -άς πούμε μιά επιτροπή ανθρώπων- να κουβεντιάσουνε ένα ζήτημα μάσας. Είπανε, δηλαδή, οί θεοί:
—Εσείς σφάζετε ζώα και τρώτε.
—Ε, τί να φαμε; Αγκωνάρια;
— Ναι, αλλά τα ζώα τα φτιάξαμε μείς που είμαστε θεοί.
— Εργοστάσιο έχετε, ό,τι θέλετε φτιάνετε.
—Άλλο λέμε μεις. Άμα σφάζετε ένα ζώο, δεν πρέπει να μάς προσφέρετε και μας ένα κομμάτι που να τό λένε «θυσία»;

Οι άνθρωποι ποτέ δεν έχουνε καμμιά όρεξη να προσφέρουνε κομμάτια στους μεγάλους, είτε στην Αγορανομία, να πούμε, είτε στην Εφορία, είτε στά μικρά μέρη, στον ενωματάρχη. Αλλά άμα δεν προσφέρουνε, τούς βρίσκουνε τυχαία κάτι συμφορές και τούς κοστίζει πολύ περισσότερο. Κατεβάσανε, λοιπόν, τό κεφάλι και είπανε:
— Καλά, αφεντικά, να σας προσφέρουμε.
Φώναξε ο Δίας τον Προμηθέα, που του είχε ανοίξει την κεφάλα για να βγή από μέσα η Αθηνά και όσο νάναι τον θεωρούσε ξυπνό και τουδωσε όρτινο.
— Για κύττα συ, τι θα τρώμε μεις οι θεοί, τι θα τρώνε οι άνθρωποι.
Ο Προμηθέας, πρόνοια ανθρώπινη, να πούμε, δεν συμπαθούσε τους θεούς. «Όλο τρώνε, καλοπερνάνε και δουλειά τίποτα. Τους έχουμε, τους προσκυνάμε, τους φωνάζουμε ζήτω, τους βάζουμε στα καλύτερα μέρη, άλλα όχι και να μας φάνε τα σπλάχνα». Και σκέφτηκε και για τ’ ανθρωπάκια. «Παιδεύονται τα κακόμοιρα να φάνε ένα κομμάτι ψωμί, σκοτώνονται, υποφέρουνε, πληρώνουνε φόρους, τα κυνηγάνε, αυτοί είναι οι συντελεστές της κοινωνίας και ο πλούτος του κόσμου κι’ όχι οί Μεγάλοι, οί χαραμοφάηδες». Πήρε, λοιπόν, ένα ταύρο που τον είχανε κόψει, έπιασε τα ψαχνά τα καλά και το κιλότο, τα τύλιξε μέσα στο τομάρι του σφαγμένου ζωντανού κι’ ύστερα πήρε τα κόκκαλα, τα πασάλειψε με λίπος να γυαλίζουνε σάν μπακίρια και τα παρουσίασε στον Δία.
— Αφεντικό, διάλεξε μόνος σου.
Ό Δίας, όπως πάντες οι υψηλά Ιστάμενοι, θαμπώθηκε από τη γυαλάδα, καθόσον η γυαλάδα τους βαράει στα μάτια τους αφέντες, όχι η ουσία. άπλωσε, λοιπόν, τη χερούκλα του και είπε:
— Αυτά, τα γυαλιστερά.
— Μάλιστα.
Αλλά μόλις έκανε να καταπιή ένα γυαλιστερό, είδε απ’ όξω λίπος κι από μέσα κόκκαλο και έγινε σκύλος.
— Γιατί μου την έφερες, ρέ;
— Έγώ; Έγώ σάς είπα…
Ή συμφωνία όμως με τους ανθρώπους είχε κλειστή και μείνανε οι θεοί με τα κόκκαλα, που «αι φυλαί των ανθρώπων τα καίουν επί αρωματισμένων βωμών», κατά που λέει ο Ησίοδος για τούς θεούς. Και η εξυπνάδα του Προμηθέα, της ανθρώπινης πρόνοιας, άφησε επιτέλους να φάμε και μείς κανά ψαχνό και έδωσε τα κόκκαλα στους Όλυμπίους και στα σκυλιά… Και μακάρι να γινότανε και σήμερα έτσι, άλλά δεν γίνεται, κατά πώς θα τόχετε αντιληφθή απαξάπαντες…


Δεν υπάρχουν σχόλια: