Αρχειοθήκη ιστολογίου

29/7/25

Από το τραύμα στη συμβίωση: Μπορεί το Ισραήλ να απελευθερωθεί από το βάρος του Ολοκαυτώματος;

Τους τελευταίους μήνες, ο κόσμος παρακολουθεί συγκλονισμένος τις εξελίξεις στη Γάζα. Οι μαζικές απώλειες αμάχων, ο αποκλεισμός και η πλήρης καταστροφή βασικών υποδομών έχουν ωθήσει μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινής γνώμης να μιλήσει πλέον ανοιχτά για γενοκτονία ή εθνοκάθαρση σε βάρος των Παλαιστινίων[1]. Η κρίση αυτή δεν είναι απλώς μια νέα «έκρηξη» στη μακροχρόνια σύγκρουση Ισραήλ–Παλαιστινίων. Είναι ένας καθρέφτης: της αδυναμίας (ή της άρνησης) να φανταστούμε έναν άλλο δρόμο, έναν δρόμο συμβίωσης.


Και εδώ αναδύεται ένα κρίσιμο ερώτημα:

Μπορεί το Ισραήλ να απελευθερωθεί από το βάρος του Ολοκαυτώματος;

Και αν ναι, μήπως τότε θα είναι εφικτό να συνυπάρξουν τα 7 εκατομμύρια Ισραηλινών και τα 7 εκατομμύρια Παλαιστινίων —είτε σε ένα κράτος, είτε σε δύο, είτε σε μια ομοσπονδία;


Αυτό όμως προϋποθέτει κάτι θεμελιώδες:

να μην επικρατήσουν οι ακραίοι —οι υπερεθνικιστές, οι ένοπλοι φανατικοί, οι εκδικητικές λογικές— αλλά να ενισχυθούν οι προοδευτικές και φιλειρηνικές δυνάμεις και στις δύο πλευρές. Αυτοί που βλέπουν τον Άλλον όχι ως απειλή, αλλά ως άνθρωπο. Ως πιθανό συμπολίτη.


Η μνήμη ως πανοπλία και παγίδα


Το Ολοκαύτωμα υπήρξε η κορύφωση ενός αιώνα αντισημιτισμού και βίας κατά των Εβραίων στην Ευρώπη. Η φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων αποτέλεσε θεμέλιο για τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ το 1948, στο όνομα της ανάγκης ενός «ασφαλούς εβραϊκού καταφυγίου»[2].


Όμως, το ιστορικό αυτό τραύμα, αντί να λειτουργήσει ως ηθικός φάρος υπέρ της ισότητας, της ειρήνης και της ανθρωπιάς, μετατράπηκε σταδιακά σε πανοπλία: μια μόνιμη υπενθύμιση του τι θα μπορούσε να συμβεί ξανά, αν οι Ισραηλινοί πάψουν να είναι σε εγρήγορση, αν κάνουν το «λάθος» να εμπιστευτούν.


Έτσι, κάθε αντίσταση των Παλαιστινίων, κάθε πολιτική αμφισβήτηση, κάθε διεθνής κριτική προς την πολιτική της ισραηλινής κυβέρνησης, συχνά ερμηνεύεται μέσα από το πρίσμα της απειλής εξόντωσης[3].


Τρεις πιθανές εκδοχές ειρηνικής συνύπαρξης


Παρά την ακραία πόλωση, υπάρχουν ακόμη φωνές –σε Ισραήλ, Παλαιστίνη αλλά και διεθνώς– που οραματίζονται έναν άλλο δρόμο. Τρία βασικά σενάρια προτείνονται:

  1. Η λύση των δύο κρατών: Με σύνορα κατά προσέγγιση στις γραμμές του 1967, ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Η λύση αυτή θεωρείται σήμερα εξαιρετικά δύσκολη λόγω της επέκτασης των εποικισμών και του ελέγχου της Ιερουσαλήμ[4].
  2. Η λύση του ενός κράτους με ίσα δικαιώματα:Ένα πολυεθνικό, δημοκρατικό κράτος με πλήρη πολιτική ισότητα μεταξύ Εβραίων και Παλαιστινίων. Αν και ηθικά καθαρή, προσκρούει στην επιθυμία διατήρησης του «εβραϊκού χαρακτήρα» του κράτους[5].
  3. Ομοσπονδία ή συνομοσπονδία: Διακριτές αλλά συνεργαζόμενες κρατικές οντότητες, με κοινά όργανα σε τομείς όπως ασφάλεια, νερό, περιβάλλον, μετακίνηση. Μοντέλο που συζητείται από ακαδημαϊκούς και ακτιβιστές[6].


Από το τραύμα στην ευθύνη


Αν το Ισραήλ πρόκειται να προχωρήσει προς οποιοδήποτε από αυτά τα σενάρια, χρειάζεται πρώτα ένα ηθικό και ιστορικό πέρασμα: από τη μνήμη του Ολοκαυτώματος ως απόλυτο φίλτρο φόβου και εθνικής μοναδικότητας, στη συλλογική ευθύνη απέναντι σε έναν άλλον λαό που ζει εδώ και δεκαετίες σε καθεστώς κατοχής, αποκλεισμού και στέρησης βασικών δικαιωμάτων[7].


Η απελευθέρωση από το «βάρος του Ολοκαυτώματος» δεν σημαίνει λήθη —σημαίνει μετασχηματισμό της μνήμης σε ένα νέο αξιακό πλαίσιο: υπέρ της ζωής, της ισότητας, της συμβίωσης. Ίσως τότε, αυτός ο τόπος, τόσο μικρός και τόσο πολύπαθος, να μπορέσει να χωρέσει και τα δύο του πρόσωπα.


Η ελπίδα δεν βρίσκεται μόνο στη διπλωματία, αλλά και στη φαντασία. Και σήμερα, η πιο ριζοσπαστική φαντασία είναι εκείνη που επιμένει πως ο Άλλος μπορεί να είναι γείτονας, όχι εχθρός.



Σημειώσεις

  1. Amnesty International Deutschland, Bericht zu mutmaßlichem Völkermord in Gaza, 2024. https://www.amnesty.de
  2. Ρένα Μόλχο, Ο αφανισμός των Ελλήνων Εβραίων και η ιστορική μνήμη, εκδ. Βάνιας, 2001.
  3. Avraham Burg, The Holocaust Is Over: We Must Rise From Its Ashes, Palgrave Macmillan, 2008.
  4. Edward Said, The One-State SolutionNew York Times, 1999.
  5. Peter Beinart, Yavne: A Jewish Case for Equality in Israel-PalestineJewish Currents, 2020.
  6. Breaking the Silence – https://www.breakingthesilence.org.il
  7. ICJ – International Court of Justice, South Africa v. Israel (Genocide Convention) – 2024 διαδικασίες. https://www.icj-cij.org

27/7/25

Άλλο η Διαμαρτυρία, Άλλο η Παρεμπόδιση!

Η στήριξη στον παλαιστινιακό λαό είναι δικαίωμα και η διαμαρτυρία ενάντια σε εγκλήματα πολέμου είναι υποχρέωση κάθε δημοκρατικού πολίτη. Όμως, όταν ομάδες πολιτών επιχειρούν να εμποδίσουν την αποβίβαση επιβατών από κρουαζιερόπλοιο σε ελληνικό νησί απλώς επειδή είναι Ισραηλινοί, η πράξη αυτή παύει να είναι διαμαρτυρία —και μετατρέπεται σε διάκριση και στοχοποίηση με βάση την εθνικότητα.

Η ειρηνική διαμαρτυρία είναι δημοκρατικό όπλο. Η παρεμπόδιση ανθρώπων, η αντιμετώπισή τους ως “ένοχων εξ ορισμού” λόγω εθνικής προέλευσης, παραβιάζει το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επιπλέον, ενισχύει μια επικίνδυνη λογική: αυτή της συλλογικής ευθύνης.


Η συλλογική ευθύνη υπήρξε βασικός μηχανισμός καταστολής και εξόντωσης στα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα —ιδίως στο ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ. Εκεί τιμωρούνταν ολόκληρες κοινότητες για την πράξη ενός μέλους τους. Στην κατοχική Ελλάδα, χωριά ολόκληρα (όπως τα Καλάβρυτα και το Δίστομο) σφαγιάστηκαν στο όνομα αυτής της λογικής.


Δεν μπορούμε να παλεύουμε για δικαιοσύνη, εφαρμόζοντας μεθόδους που αναιρούν την ηθική βάση του αγώνα μας. Η εναντίωση στην κατοχή και στη γενοκτονία στη Γάζα πρέπει να γίνεται με βάση τον ανθρωπισμό και το διεθνές δίκαιο—όχι με πράξεις που θυμίζουν τις πιο σκοτεινές στιγμές της Ιστορίας.


Η αλληλεγγύη δεν στοχοποιεί, εμπνέει. Δεν γενικεύει, διακρίνει. Δεν εκδικείται, διεκδικεί.

25/7/25

Πώς Πεθαίνουν οι Δημοκρατίες: Το Μάθημα ενός Γέρου από το Καφενείο!

Σε ένα γωνιακό καφενείο, κάτω από τον θόλο της καθημερινότητας, ένας γέρος που έζησε τα χρόνια της χούντας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, μοιράζεται μαζί μας μέρα που είναι, σκέψεις που δεν ακούγονται πια στις ειδήσεις. Δεν φωνάζει, δεν δραπετεύει. Απλώς ψιθυρίζει:

«Οι δημοκρατίες δεν πεθαίνουν πια με πραξικοπήματα. Πεθαίνουν με εκλογές. Με χειροκροτήματα».


Η φράση του, σαν κρυμμένο νήμα στην ταπετσαρία της ιστορίας, θυμίζει ότι ο κίνδυνος δεν έρχεται πάντα με θόρυβο. Μερικές φορές, έρχεται με υποσχέσεις.


Το 1933, ο Αδόλφος Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία με την υποστήριξη συντηρητικών πολιτικών που πίστευαν ότι θα τον «ελέγξουν». Μία μέρα μετά, ο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, Πρόεδρος της Γερμανίας, παραδέχτηκε: «Έκανα το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου». Ήταν όμως αργά. Ο δικτάτορας είχε ήδη αρχίσει να διαλύει το Σύνταγμα, να ελέγχει τα ΜΜΕ, και να μετατρέπει τη δημοκρατία σε μηχανή καταπίεσης.


Σήμερα, ο κίνδυνος δεν φοράει μουστάκι, ούτε χτυπά πόρτες με στρατιώτες. Φοράει κουστούμια, συμμετέχει σε τηλεμαραθώνιους, και υποσχέται «εθνική αναγέννηση», «τάξη και ασφάλεια». Στην Ουγγαρία, ο Βίκτορ Ορμπάν απενεργοποίησε τη δικαστική ανεξαρτησία. Στην Τουρκία, ο Ερντογάν ελέγχει το 90% των μέσων ενημέρωσης. Στη Βραζιλία, ο Μπολσονάρο επιτέθηκε στη διαφάνεια των εκλογών. Κανένας δεν ανέτρεψε καθεστώς με τανκς. Όλοι τους εκλέχθηκαν.


Ο γέρος στο καφενείο επιμένει: «Αν τα κόμματα δεν απομονώνουν τον φανατισμό, είναι συνυπεύθυνα». Η ιστορία γελάει με αυτούς που πιστεύουν ότι η συνεργασία με ακραίους θα τους «ελέγξει». Στις ΗΠΑ, οι Ρεπουμπλικανοί είχαν ενισχύσει τον Τραμπ για να κερδίσουν ψηφοφόρους, μόνο για να δουν τον ίδιο να απειλεί τη νομιμότητα των εκλογών. Η ρητορική του «συστημικού εχθρού» είναι δικαιολογία για να περιορισμό της ελευθερίας του τύπου και της λειτουργίας του κοινοβουλίου.


Το μοτίβο είναι ξεκάθαρο: Όταν τα κόμματα ανταγωνίζονται ποιος θα καλύψει πιο «δυναμικά» τα ακροαριστερά ή ακροδεξιά κενά, ανοίγουν την πόρτα σε αυτούς που θέλουν να κλείσουν τη δημοκρατία.


Σύμφωνα με το Eurostat (2022), η αποχή στις ευρωπαϊκές εκλογές ξεπερνά το 50% σε χώρες όπως η Γαλλία και η Πολωνία. Η απάθεια τρέφει τον λαϊκισμό: όσο λιγότεροι εμπιστεύονται τους θεσμούς, τόσο πιο εύκολα πιστεύουν σε «μαγικές» λύσεις.


Αλλά η δημοκρατία δεν είναι θεωρία. Είναι η εφαρμογή της κριτικής σκέψης που αμφισβητεί τους «σωτήρες» που προσφέρουν απλές απαντήσεις σε πολύπλοκα προβλήματα. Είναι η συμμετοχή στα κοινά και στους θεσμούς. Είναι η ιστορική μνήμη, της πορείας του λαού. Η δημοκρατία είναι το δικό μας έργο, και μόνο μέσα από τη συνειδητή συμμετοχή μπορούμε να τη διαφυλάξουμε.


13/7/25

Η επιστροφή του όρου “λαθρομετανάστης”: όταν ο πολιτικός λόγος διολισθαίνει στον ρατσισμό!

 

Με αφορμή τον νέο νόμο για τη μετανάστευση και το άσυλο που έφερε πρόσφατα προς ψήφιση η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ένα ζήτημα που επανήλθε με ανησυχητικό τρόπο στον δημόσιο λόγο είναι η χρήση του όρου “λαθρομετανάστης” από τον αρμόδιο υπουργό Θάνο Πλεύρη — όχι ως στιγμιαίο γλωσσικό ολίσθημα, αλλά με συνέπεια και εμμονή.

Η επιλογή της λέξης δεν είναι τυχαία. Ούτε ουδέτερη. Είναι βαθύτατα πολιτική — και ταυτόχρονα συνειδητά στιγματιστική. Η γλώσσα διαμορφώνει νοοτροπίες. Και η επαναφορά μιας έννοιας που έχει αποσυρθεί από τη διεθνή ορολογία εδώ και χρόνια, αποτελεί επιστροφή σε έναν σκοτεινό, τιμωρητικό λόγο, που θέλει να παρουσιάσει την ανθρώπινη μετακίνηση ως απειλή.


Ο όρος λαθρομετανάστης συνδέει την έννοια της παρανομίας με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου. Δεν μιλάμε για μια παράνομη πράξη, αλλά για έναν “λαθραίο” άνθρωπο, σαν να πρόκειται για εμπόρευμα, για αντικείμενο που εισάγεται παράνομα. Η χρήση αυτού του όρου υπονομεύει την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.


Δεν είναι τυχαίο ότι έχει ρητά απορριφθεί από διεθνείς οργανισμούς: τον ΟΗΕ, την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες, τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και από δεκάδες θεσμικά μέσα ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο. Γιατί σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, ακόμη και ο άνθρωπος που εισέρχεται σε μια χώρα χωρίς χαρτιά δικαιούται να ζητήσει άσυλο — και δεν ποινικοποιείται γι’ αυτό.


Όμως ο πολιτικός λόγος του υπουργού —και ευρύτερα η ρητορική της κυβέρνησης— δεν εστιάζει στην πολυπλοκότητα του φαινομένου, αλλά στην ενοχοποίησή του. Αντί να αναλύσει τις αιτίες των μεταναστευτικών ροών, να συζητήσει τις πολιτικές ένταξης και τα όρια της κοινωνικής συνοχής, επιλέγει μια ρητορική φόβου. Μια ρητορική που οικειοποιείται την ορολογία της ακροδεξιάς και την ενσωματώνει στον κυρίαρχο λόγο.


Είναι όμως σημαντικό να κάνουμε μια κρίσιμη διάκριση:

Άλλο πράγμα είναι η πραγματική δυσκολία που δημιουργούν τα μεγάλα και συνεχή μεταναστευτικά ρεύματα για τις κοινωνίες υποδοχής — ειδικά όταν λείπει η πολιτική πρόβλεψη, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και η οργανωμένη στρατηγική. Και άλλο πράγμα η ρατσιστική ρητορική που όχι μόνο δεν επιλύει το πρόβλημα, αλλά το διαστρεβλώνει και το εργαλειοποιεί για να αποπροσανατολίσει τη δημόσια συζήτηση και να πολώσει την κοινωνία.


Όταν η ρητορική του κράτους ξεφεύγει από την ευθύνη και υιοθετεί απλουστευτικά σχήματα “λαθραίων” και “εισβολέων”, δεν προσφέρει λύσεις – προσφέρει εχθρούς.


Απέναντι σε αυτή την πολιτική και ηθική οπισθοδρόμηση, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε κάτι απλό, αλλά θεμελιώδες:


Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι ιστορία μεταναστευτικών ρευμάτων.

Οι κοινωνίες δεν είναι στατικές. Χτίζονται, μετασχηματίζονται, ανανεώνονται μέσα από την ανθρώπινη κινητικότητα. Δεν υπάρχει εθνική καθαρότητα, μόνο κοινές ανάγκες, κοινοί αγώνες και κοινές ελπίδες.


Το ζήτημα της μετανάστευσης είναι βαθιά ανθρώπινο. Ας το αντιμετωπίσουμε με ανθρωπιά, νηφαλιότητα και σεβασμό. Όχι με λέξεις που πληγώνουν.

5/7/25

Όχι, δεν ήταν όλα “ήδη κανονισμένα”!


 Απολογισμός, 10 χρόνια μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου


Η πολιτική δεν είναι σχολικό πείραμα στη φυσική, όπου όλα γίνονται κάτω από “κανονικές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας”. Ούτε είναι μια παρτίδα σκάκι παιγμένη από αόρατους, αδιάφορους παίχτες, όπως φαντάζονται συχνά όσοι παραιτούνται από την ευθύνη.


Κι όμως, αυτή η αφήγηση —ότι όλα είναι ήδη μοιρασμένα, ότι όλα είναι στημένα, ότι τίποτα δεν εξαρτάται από εμάς— κυριαρχεί στις καθημερινές κουβέντες.


«Έλα τώρα, το Αιγαίο έχει ήδη μοιραστεί, αυτό το ξέρουν όλοι, φως φανάρι», έλεγε ένας φίλος στο καφέ.

Ο μόνος που δεν το ήξερε, μάλλον, ήμουν εγώ.

Γι’ αυτό και ρώτησα, αφελώς:

«Έχετε κάποια στοιχεία που δεν γνωρίζω;»

Η απάντηση: ένα βλέμμα μισό ειρωνεία, μισό οίκτος — «Τι λέει αυτός ρε;»


Αυτή η “κοινή λογική” είναι επικίνδυνη. Δεν είναι απλώς αφέλεια. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο θυμός συγκαλύπτει την άγνοια και η παραίτηση μεταμφιέζεται σε σοφία.


Αν ρίξει κανείς μια ματιά στη σύγχρονη ιστορία, θα δει πώς με τέτοιες βεβαιότητες ανέβηκαν Χίτλερ, Χρυσές Αυγές και κάθε είδους καιροσκόποι που υπόσχονταν να “τα γκρεμίσουν όλα”.

Και ακόμα εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ —δέκα χρόνια μετά— δεν κατάλαβαν ούτε γιατί ανέβηκαν στην εξουσία, ούτε γιατί κατέβηκαν τόσο απότομα.


Επικλήσεις στο ένδοξο παρελθόν ήταν απλά οι μεταμφιέσεις του παρόντος!


Σε αυτή την κουλτούρα, και οι αρχαίοι μας πρόγονοι χρησιμοποιούνται όχι ως πολιτιστική ή φιλοσοφική βάση αφετηρίας για το μέλλον, αλλά ως στολές μασκέ.

Χλαμύδες, περικεφαλαίες και ασπίδες πάνω από ένα παρόν που δεν έχει φροντίσει να διαβάσει ούτε Θουκυδίδη, ούτε Σωκράτη, ούτε δυστυχώς τον εαυτό του.


Η Ιστορία δεν είναι σκηνικό. Είναι εργαλείο κατανόησης.

Κι όμως, συχνά την περιφέρουμε σαν λάφυρο, σαν άλλοθι, σαν ντεκόρ σε συγκεντρώσεις αφελούς επαναστατισμού. 


Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 ως συμπύκνωση ήταν το αποκορύφωμα μιας στιγμής ιστορικής— όχι γιατί έδωσε λύση, αλλά γιατί συμπύκνωσε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική μας αυταπάτη:

θυμός χωρίς κατανόηση, ελπίδα χωρίς σχέδιο, απόφαση χωρίς ευθύνη.


Ήμουν υπέρ του “Ναι”

Όχι γιατί πίστευα στους δανειστές. Ούτε γιατί είχα αυταπάτες για την “Ευρώπη των λαών”.

Ήμουν υπέρ του Ναι γιατί θεωρούσα ότι ήταν η μόνη υπεύθυνη απάντηση για το μέλλον της χώρας.

Μιας χώρας πληγωμένης, αλλά ικανής να σταθεί, να αναγνωρίσει όχι μόνο όσα της έκαναν, αλλά και όσα έκανε η ίδια στον εαυτό της.

Μιας κοινωνίας που θα μπορούσε —με θεσμικό τρόπο— να οικοδομήσει ξανά εμπιστοσύνη, μέλλον, αξιοπρέπεια.

Δεν ήμουν με τους φοβισμένους. Ήμουν με τους υπεύθυνους.


Γι’ αυτό και τότε βρέθηκα στην πλευρά των “εθνοπροδοτών”.

Έτσι μας φώναζαν. Αυτούς που τόλμησαν να πιστέψουν πως η υπευθυνότητα δεν είναι προδοσία, αλλά ώριμη αγάπη για την πατρίδα.


Δεν το μετάνιωσα. Το μετάνιωσε όμως η ίδια η Ιστορία.


Το “Όχι” έγινε “Ναι” μέσα σε λίγες ώρες. Οι “ήρωες της ρήξης” διαπραγματεύτηκαν χωρίς σχέδιο και υπέγραψαν ό,τι τους έδωσαν. Οι υποσχέσεις έγιναν “ψευδαισθήσεις” — με τα λόγια εκείνων που τις έδωσαν.

Το μόνο που έμεινε ήταν ο θόρυβος. Και μια κοινωνία πιο διχασμένη από ποτέ.


Κι όμως, ακόμα και σήμερα, κάποιοι επιμένουν:

“Όλα είναι κανονισμένα”, “όλοι ίδιοι είναι”, “δεν αλλάζει τίποτα”.


Χωρίς ευθύνη όμως, τίποτα δεν αλλάζει. Και χωρίς μνήμη, όλα δυστυχώς επαναλαμβάνονται.

4/7/25

Όλοι το κάνουν: Η διαχρονική τέχνη της κομπίνας!

Από τα στρατόπεδα του ’21 ως τις επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ – μια μικρή εθνική συνέχεια!

Τελικά, δεν είναι το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ πρωτοποριακό. Αντίθετα, θα λέγαμε πως είναι παραδοσιακό, σχεδόν λαογραφικό. Έχει πίσω του ιστορικό βάθος.


Πρώτα διδάξαν οι οπλαρχηγοί του ’21, όχι βέβαια όλοι. Άλλωστε στα «πάρτυ» συμμετέχουν οι αετονύχηδες. Όταν η προσωρινή διοίκηση αποφάσισε να πληρώνει μισθούς στους αγωνιστές από το πρώτο δάνειο, εμφανίστηκαν οπλαρχηγοί που δήλωναν πενταπλάσιους άνδρες απ’ όσους είχαν. Όταν το κράτος έστελνε ανθρώπους για να ελέγξουν, έβρισκαν όντως εκατοντάδες στρατιώτες — που όμως «μεταφέρονταν» από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, ανάλογα με το πού γινόταν η καταμέτρηση.


Η κομπίνα αποκαλύφθηκε όταν πρότειναν να τους μετρήσουν όλους ταυτόχρονα. Εκεί, έληξε το θαύμα. Κι όπως έγραψε ο Δηληγιάννης στα Απομνημονεύματά του:

«Τώρα ίσως η περίστασις μας αναγκάζει να κάμωμεν και τον τυφλόν και τον κωφόν. Εάν τρέξωμεν όμως εις αυτόν τον δρόμον, δέκα δάνεια να κάμωμεν πάλιν δεν επαρκούν.»!


Δύο αιώνες αργότερα, τα κόλπα εκσυγχρονίστηκαν αλλά η λογική παρέμεινε η ίδια.


Ένα πούλμαν πάει οπαδούς στη συγκέντρωση – πληρώνονται τρία!

Ένας σύλλογος δηλώνει ότι τάχα τρέχει σεμινάρια – πληρώνεται κανονικά, με πιστοποιήσεις!

Τα «θαλασσοδάνεια» γνωστά!

Αεροδρόμια ελαιώνες με πλουσιοπάροχα επιδόματα!

Ανύπαρκτοι αγρότες, το σύνηθες, και ο κατάλογος δεν έχει τέλος!


Κι έτσι, λίγο-λίγο, το δημόσιο χρήμα γίνεται λάφυρο. Όχι από τους λίγους και ισχυρούς μόνο, αλλά από πολλούς, σε μικρές δόσεις. Κι αυτό είναι το πιο ανησυχητικό: δεν πρόκειται μόνο για διαφθορά από πάνω — αλλά και για διάχυση της απάτης ως κανονικότητας.


Ο καθένας στον τομέα του. Το σύστημα δουλεύει με τρόπο σχεδόν οργανωμένο. Σιωπηλή συνενοχή, δημιουργική λογιστική, και η αίσθηση ότι «δεν τρέχει και τίποτα». Το κράτος άλλωστε – το λέμε συχνά – «είναι απρόσωπο, άδικο, μας χρωστάει».


Έτσι όμως δεν έχουμε κράτος. Έχουμε ένα ταμείο που το ανοίγει όποιος προλάβει.


Η τραγωδία δεν είναι το σκάνδαλο καθαυτό. Είναι ότι δεν σοκαριζόμαστε πια. Το θεωρούμε σχεδόν φυσιολογικό. Σηκώνουμε τους ώμους, ρίχνουμε ένα «έλα μωρέ» και προχωράμε.


Μέχρι το επόμενο δάνειο. Που πάλι δεν θα επαρκεί.