ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΜΑΜΕΛΗ
Αγνωστε κι ανώνυμε περιπατητή της νέας Παραλίας, στο πρωινό σου διάβα που πάει για το Ντεπό (πάνω στα λερά κι απρόσωπα πλακάκια), λέγε, τι βλέπεις.
Βλέπω ότι με τούτα (Λιβύη, τσουνάμι, Φουκουσίμα, Ακούγιου) και μ' εκείνα (Πάγκαλος, γιαούρτια, Μπέος, κασέτες) ο χρόνος κυλά στην άνοιξη και στη Φράγκων οι ρίζες και τα δενδρύλλια περιμένουν στη σειρά να κοσμήσουν τα κηπάρια των εξοχικών.
Στην ατμόσφαιρα, η αστάθεια φέρνει τη μικρή βροχή και τα συννεφάκια, ενόσω ο ήλιος πασχίζει ν' ανατείλει από το μεγάλο Καρά-μπουρνού.
Κι οι ομπρέλες του Ζογγολόπουλου στάζουν δάκρυα ανείπωτα, βουβά, κρατώντας συντροφιά στους μοναχικούς εραστές των γαλάζιων πόντων, στα κίτρινα ποδήλατα, στους πιπιλοφόρους μπόμπιρες με τα καροτσάκια.
Στον κόλπο μέσα φαίνονται δειλά οι πρώτες βαρκούλες για τσαπαρί, τα καρεκλάκια των συνταξιούχων άρχισαν να στοιχίζονται στο κρηπίδωμα για σπάρους, στα διπλανά παρκάκια οι χούφτες των ερωτευμένων ιδρώνουν μέχρι να ακουστεί η ζωοφόρος κραυγή της υπέρτατης ηδονής.
Ετσι κάπως διαβαίνουμε, πορευόμενοι στα μελλούμενα. Τώρα πια δεν «τα γνωρίζουν μόνον οι θεοί». Τα μάθαμε, τα νιώσαμε κι εμείς. Ξεχνώντας την κυνικότητα των μεγάλων του κόσμου. Εκόντες-άκοντες ωτακουστές, μάρτυρες, της διεθνούς υποκρισίας. Αβουλοι αποδέκτες της θεσμικής μας φτωχοποίησης.
Πανικόβλητοι εισπράκτορες της εισαγόμενης «γερμανικής» δημοσιονομικής πειθαρχίας και της εγχώριας ενοχοποίησης των πολιτικοκοινωνικών μας συμπεριφορών.
Βυθισμένοι στην πλανητική παράνοια, οι ποιητικές παραδοχές «αχ, πού 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλος» ανατρέπουν τις συλλογικότητες, πνίγουν τις ελπίδες, αδρανοποιούν και συσκοτίζουν τους έφιππους καλπασμούς των ονείρων. Ιδιος βρόχος στους ορίζοντες. Μέσα στην ευεξήγητη σιωπή των Ανθίμων της, την απραξία των πήλινων ηγητόρων της, η πόλη ψάχνει σκηνοθέτη. Ο Καραντινός, ο Βολανάκης, ο Κανελλόπουλος κι ο Βουτσινάς πέθαναν. Κι αναζητάει τους ποιητές της. Ο Αναγνωστάκης, ο Βαφόπουλος, ο Κύρου, η Καρέλη κι ο Βαρβιτσιώτης μας άφησαν χρόνους.
Δεν έχει εδώ ήχους του Ρασούλη, μουσικές του Κουγιουμτζή. Η υπόγα της Λιλής έκλεισε. Κι ο χρωστήρας του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, δεν υπάρχει πια.
Σ' αυτή την πόλη «κανείς δεν τραγουδά» την «όμορφη πόλη». «Κανένας δε χορεύει», όπως ο Κούδας.
Κατά πώς φαίνεται-δυστυχώς- «Η πόλη παίζει τη σκληρή, στα ενήλικα παιδιά της»**.
Αγνωστε κι ανώνυμε περιπατητή της νέας Παραλίας, στο πρωινό σου διάβα που πάει για το Ντεπό (πάνω στα λερά κι απρόσωπα πλακάκια), λέγε, τι βλέπεις.
Βλέπω ότι με τούτα (Λιβύη, τσουνάμι, Φουκουσίμα, Ακούγιου) και μ' εκείνα (Πάγκαλος, γιαούρτια, Μπέος, κασέτες) ο χρόνος κυλά στην άνοιξη και στη Φράγκων οι ρίζες και τα δενδρύλλια περιμένουν στη σειρά να κοσμήσουν τα κηπάρια των εξοχικών.
Στην ατμόσφαιρα, η αστάθεια φέρνει τη μικρή βροχή και τα συννεφάκια, ενόσω ο ήλιος πασχίζει ν' ανατείλει από το μεγάλο Καρά-μπουρνού.
Κι οι ομπρέλες του Ζογγολόπουλου στάζουν δάκρυα ανείπωτα, βουβά, κρατώντας συντροφιά στους μοναχικούς εραστές των γαλάζιων πόντων, στα κίτρινα ποδήλατα, στους πιπιλοφόρους μπόμπιρες με τα καροτσάκια.
Στον κόλπο μέσα φαίνονται δειλά οι πρώτες βαρκούλες για τσαπαρί, τα καρεκλάκια των συνταξιούχων άρχισαν να στοιχίζονται στο κρηπίδωμα για σπάρους, στα διπλανά παρκάκια οι χούφτες των ερωτευμένων ιδρώνουν μέχρι να ακουστεί η ζωοφόρος κραυγή της υπέρτατης ηδονής.
Ετσι κάπως διαβαίνουμε, πορευόμενοι στα μελλούμενα. Τώρα πια δεν «τα γνωρίζουν μόνον οι θεοί». Τα μάθαμε, τα νιώσαμε κι εμείς. Ξεχνώντας την κυνικότητα των μεγάλων του κόσμου. Εκόντες-άκοντες ωτακουστές, μάρτυρες, της διεθνούς υποκρισίας. Αβουλοι αποδέκτες της θεσμικής μας φτωχοποίησης.
Πανικόβλητοι εισπράκτορες της εισαγόμενης «γερμανικής» δημοσιονομικής πειθαρχίας και της εγχώριας ενοχοποίησης των πολιτικοκοινωνικών μας συμπεριφορών.
Βυθισμένοι στην πλανητική παράνοια, οι ποιητικές παραδοχές «αχ, πού 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλος» ανατρέπουν τις συλλογικότητες, πνίγουν τις ελπίδες, αδρανοποιούν και συσκοτίζουν τους έφιππους καλπασμούς των ονείρων. Ιδιος βρόχος στους ορίζοντες. Μέσα στην ευεξήγητη σιωπή των Ανθίμων της, την απραξία των πήλινων ηγητόρων της, η πόλη ψάχνει σκηνοθέτη. Ο Καραντινός, ο Βολανάκης, ο Κανελλόπουλος κι ο Βουτσινάς πέθαναν. Κι αναζητάει τους ποιητές της. Ο Αναγνωστάκης, ο Βαφόπουλος, ο Κύρου, η Καρέλη κι ο Βαρβιτσιώτης μας άφησαν χρόνους.
Δεν έχει εδώ ήχους του Ρασούλη, μουσικές του Κουγιουμτζή. Η υπόγα της Λιλής έκλεισε. Κι ο χρωστήρας του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, δεν υπάρχει πια.
Σ' αυτή την πόλη «κανείς δεν τραγουδά» την «όμορφη πόλη». «Κανένας δε χορεύει», όπως ο Κούδας.
Κατά πώς φαίνεται-δυστυχώς- «Η πόλη παίζει τη σκληρή, στα ενήλικα παιδιά της»**.
**Χαρούλα Αλεξίου
Δημοσιεύτηκε: Τετάρτη, 23 Μαρτίου 2011 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Δημοσιεύτηκε: Τετάρτη, 23 Μαρτίου 2011 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου