Αρχειοθήκη ιστολογίου

29/6/25

Τις φταίει; | 29 Ιουνίου 1874 – 29 Ιουνίου 2025

Σαν σήμερα, 29 Ιουνίου 1874, ο Χαρίλαος Τρικούπης τόλμησε να γράψει δημόσια αυτό που πολλοί σιωπούσαν: ότι η ευθύνη για την κακοδαιμονία της χώρας βαραίνει όχι μόνο τους πολιτικούς, αλλά και τον ίδιο τον βασιλιά. Έναν αιώνα και μισό μετά, ποιος φταίει;

Φταίει το κράτος που μετατράπηκε σε εργαλείο βολέματος και όχι σε μοχλό κοινωνικής δικαιοσύνης;

Φταίνε οι κυβερνήσεις που υπόσχονται μεταρρυθμίσεις και παραδίδονται σε συμφέροντα, λόμπι και μηχανισμούς εξουσίας;

Φταίνε τα κόμματα που παίζουν επικοινωνιακά παιχνίδια αντί να διαμορφώνουν πολιτική με πυξίδα και ευθύνη;

Φταίνε τα μέσα ενημέρωσης που, αντί να ελέγχουν την εξουσία, την υπηρετούν;


Ή μήπως φταίμε κι εμείς;

Που επιλέγουμε με βάση το πρόσκαιρο συμφέρον, που αποστρεφόμαστε τη συμμετοχή, που ανεχόμαστε τη μετριότητα και τη διαφθορά σαν “κανονικότητα”;

Που εξοργιζόμαστε περιστασιακά αλλά σπανίως αναλαμβάνουμε δράση ουσιαστική;


Η κρίση των θεσμών, της εκπαίδευσης, της υγείας, της δικαιοσύνης, της εμπιστοσύνης στους πυλώνες της Δημοκρατίας — δεν είναι απλώς αποτυχίες διαχείρισης. Είναι βαθύτερη κρίση αξιών και νοήματος.


Όπως τότε, έτσι και σήμερα, η χώρα χρειάζεται να ξανατεθεί σε τροχιά θεσμικής εντιμότητας, λογοδοσίας και πολιτικής ωριμότητας. Όχι με ρητορείες, αλλά με πράξεις. Όχι με ηγέτες-σωτήρες, αλλά με πολίτες που απαιτούν και συμμετέχουν.


Τις φταίει, λοιπόν;

Την ευθύνη τη φέρει εκείνος που έχει τη δύναμη – κι αυτή, σε μια Δημοκρατία, την έχουμε εμείς.

Λεφτά υπάρχουν — και τα πληρώνουμε ξανά: Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, η Ευρωπαία Εισαγγελέας και η σιωπή της εξουσίας!

Για χρόνια ακούμε ειρωνικά το «λεφτά υπάρχουν» να επαναλαμβάνεται σαν ανέκδοτο. Μα σήμερα, υπό το φως των αποκαλύψεων της Ευρωπαίας Εισαγγελέως για τις παράνομες αγροτικές επιδοτήσεις στην Ελλάδα, το ερώτημα αλλάζει: πράγματι λεφτά υπήρχαν — αλλά πού πήγαν; Και το κυριότερο: ποιος πληρώνει τώρα το τίμημα της διαφθοράς;

Λεφτά υπάρχουν – αλλά τα πληρώνουμε ξανά από την τσέπη μας


Όποιος συνεχίζει να ειρωνεύεται το περίφημο «λεφτά υπάρχουν» του Γιώργου Παπανδρέου, ας ρίξει μια σοβαρή ματιά στα δισεκατομμύρια του ΟΠΕΚΕΠΕ — και κυρίως στην τεράστια υπόθεση κακοδιαχείρισης που αποκάλυψε η Ευρωπαία Εισαγγελέας Λάουρα Κοβέσι, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρεθεί στο επίκεντρο σκανδάλου παράνομων επιδοτήσεων και διασπάθισης κοινοτικών πόρων.


Για χρόνια, ο ΟΠΕΚΕΠΕ μοίραζε αγροτικές επιδοτήσεις ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Όμως, σύμφωνα με την έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO), μέρος αυτών των χρημάτων πήγαινε σε «αγρότες-μαϊμού», σε εικονικές καλλιέργειες, ή ακόμα και σε ιδιώτες χωρίς καμία αγροτική δραστηριότητα. Χρησιμοποιούνταν ανύπαρκτες εκτάσεις, διπλοεγγραφές, πλαστογραφημένα στοιχεία και εικονικά συμβόλαια μίσθωσης δημόσιας γης.


Η απάτη δεν ήταν μικρή. Ήταν συστηματική, διαρκής και καλυπτόταν πολιτικά, με ευθύνη όχι μόνο κρατικών υπηρεσιών αλλά και πολιτικών προσώπων που συντηρούσαν και επωφελούνταν από ένα πελατειακό δίκτυο εξαγοράς ψήφων. Η έρευνα δείχνει ότι οι μηχανισμοί ήταν τόσο καλά οργανωμένοι, ώστε έφτασαν να ξεγελούν ακόμη και τους αυτοματοποιημένους ελέγχους της Ε.Ε.


Και τώρα, ποιος πληρώνει;


Όπως σε κάθε περίπτωση ευρωπαϊκής απάτης, όταν διαπιστωθεί παραβίαση, τα χρήματα πρέπει να επιστραφούν. Η Κομισιόν επέβαλε στην Ελλάδα την επιστροφή εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ — χρήματα που είχαν δοθεί παράνομα ή χωρίς σωστό έλεγχο.


Αυτό σημαίνει πως ο ελληνικός λαός θα πληρώσει από τον κρατικό προϋπολογισμό τα πρόστιμα και τις επιστροφές, επειδή το πολιτικό σύστημα απέτυχε να διαφυλάξει τη νομιμότητα και τη διαφάνεια. Αντί να πάνε τα κονδύλια στους μικρούς και πραγματικούς παραγωγούς, χρηματοδότησαν φίλους, γνωστούς και εκλεκτούς.


Οι επίορκοι πρέπει να καταδικαστούν και οι παρανόμως επιδοτούμενοι να επιστρέψουν τις επιδοτήσεις.


Άρα τελικά, ναι — λεφτά υπάρχουν


Λεφτά υπήρχαν και υπάρχουν. Στην ΚΑΠ. Στα ευρωπαϊκά ταμεία. Στα ΕΣΠΑ. Στο Ταμείο Ανάκαμψης. Το πρόβλημα δεν ήταν η έλλειψη πόρων. Το πρόβλημα ήταν (και παραμένει) ποιος τα διαχειρίζεται και με ποια κριτήρια.


Η φράση «λεφτά υπάρχουν» δεν ήταν αφελής. Ήταν μια αλήθεια που δεν αντέξαμε να κοιτάξουμε. Γιατί πίσω της κρύβεται ένα βαθύ ερώτημα: Θα επιτρέπουμε για πάντα ένα κράτος να χρηματοδοτεί την παρανομία και να μετατρέπει την πολιτική σε συνδιαλλαγή;

26/6/25

Δεν είναι “τραγωδία”. Είναι έγκλημα.

Η Μύριαμ πέθανε έπειτα από πολυήμερη μάχη, βαριά τραυματισμένη στην επίθεση κατά της ελληνορθόδοξης εκκλησίας του Αγίου Ηλεία στη Δαμασκό. Μαζί της σκοτώθηκαν 25 ακόμη άμαχοι – γυναίκες, ηλικιωμένοι, παιδιά. Χωρίς καμία άμυνα. Χωρίς καμία ευθύνη. Στόχος, απλώς και μόνο επειδή βρέθηκαν σε έναν τόπο πίστης και προσευχής.

Δεν πρόκειται για “τραγικό περιστατικό”. Είναι έγκλημα με σαφές πολιτικό και φανατικό υπόβαθρο. Και η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί πια να σιωπά.

– Ο ΟΗΕ και το Συμβούλιο Ασφαλείας έχουν ευθύνη να διασφαλίσουν την προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων και να απαιτήσουν λογοδοσία για εγκλήματα κατά αμάχων.

– Οι διεθνείς οργανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων οφείλουν να δράσουν με διαφάνεια και αποφασιστικότητα. Δεν αρκούν γενικές εκκλήσεις – απαιτείται διερεύνηση, καταλογισμός ευθυνών και έμπρακτη παρέμβαση.

– Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αντιόχειας, μαζί με τα Πατριαρχεία και τις Εκκλησίες ανά τον κόσμο, δεν μπορεί να αρκεστεί στα λόγια πένθους. Οφείλει να μιλήσει με καθαρή φωνή και πολιτικό θάρρος.


Ο φανατισμός δεν γεννιέται στο κενό. Τροφοδοτείται, ενισχύεται, αξιοποιείται πολιτικά. Και η σιωπή τον συντηρεί.

Η μνήμη της Μύριαμ και των 25 θυμάτων δεν είναι απλώς θλίψη – είναι κάλεσμα σε δράση και αφύπνιση.

Για να μπορεί κάθε άνθρωπος, σε κάθε γωνιά της γης, να προσεύχεται χωρίς φόβο.

Για να μη γίνεται ο τρόμος “κανονικότητα”.

24/6/25

Πυρηνικά και Μέση Ανατολή: Δύο μέτρα, δύο σταθμά ή βήματα προς τον όλεθρο;

 Γραμμένο με αφορμή το ερώτημα που συχνά ακούγεται: 

«Αφού το Ισραήλ έχει ατομική βόμβα, γιατί όχι και το Ιράν;»


«Αφού το Ισραήλ έχει ατομική βόμβα, γιατί δεν δικαιούται να έχει και το Ιράν;» — μια φράση που ακούγεται όλο και συχνότερα, ιδίως όταν αναζωπυρώνεται η ένταση στον Περσικό Κόλπο ή όταν η διεθνής ειδησεογραφία στρέφεται ξανά στο πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Είναι μια φράση φορτισμένη: φέρει μέσα της τον απόηχο μιας διαμαρτυρίας, τον υπαινιγμό μιας δυτικής υποκρισίας, αλλά και ένα γνήσιο ερώτημα ισορροπίας ισχύος.


Η πραγματικότητα είναι γνωστή:

Το Ισραήλ, αν και δεν το έχει επισήμως παραδεχτεί, διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο από τη δεκαετία του 1960. Παράλληλα δεν είναι μέλος της Συνθήκης «Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων (NPT)». Το Ιράν, από την άλλη, είναι μέλος της NPT και έχει υπογράψει συμφωνίες με τη «Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας». Ωστόσο, η Δύση το υποπτεύεται ότι επιδιώκει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, κάτι που, αν αληθεύει, συνιστά παραβίαση της συνθήκης.


Όμως το ερώτημα δεν είναι μόνο νομικό. Είναι κυρίως γεωπολιτικό και ηθικό: γιατί επιτρέπεται σε ένα κράτος να έχει πυρηνικά και σε ένα άλλο όχι; Ποιος το αποφασίζει αυτό και με ποια κριτήρια;


Οι υπέρμαχοι της σκληρής πολιτικής απέναντι στο Ιράν απαντούν: το Ισραήλ, παρά τη δική του ισχύ, δεν έχει ποτέ απειλήσει με αφανισμό τις γειτονικές του χώρες. Αντιθέτως, το ιρανικό καθεστώς —μέσω ρητορικής αλλά και πρακτικής— απειλεί ευθέως την ύπαρξη του Ισραήλ και υποστηρίζει παραστρατιωτικές οργανώσεις όπως η Χεζμπολάχστον Λίβανο, η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ στη Γάζα, καθώς και οι Χούθι στην Υεμένη.


Αυτές οι οργανώσεις, με τη στήριξη της Τεχεράνης, έχουν εξελιχθεί σε στρατιωτικές δυνάμεις με πυραυλικά οπλοστάσια και επιχειρησιακή εμπειρία. Η Χεζμπολάχ έχει εμπλακεί σε πολέμους με το Ισραήλ, η Χαμάς εκτοξεύει ρουκέτες από τη Γάζα και κηρύσσει την καταστροφή του Ισραήλ, ενώ οι Χούθι έχουν επιτεθεί σε εμπορικά πλοία και υποδομές, διαταράσσοντας την ασφάλεια στη Μεσόγειο και τον Περσικό Κόλπο.


Υπό αυτό το πρίσμα, μια πυρηνική Τεχεράνη δεν μοιάζει με σταθεροποιητικό παράγοντα αλλά με πολλαπλασιαστή αποσταθεροποίησης σε μια ήδη εύφλεκτη περιοχή.


Μπορεί η πυρηνική ισορροπία να διατηρήσει την ειρήνη;


Υπάρχει, ωστόσο, το επιχείρημα της αποτροπής: όπως ο Ψυχρός Πόλεμος διατηρήθηκε σε “ισορροπία τρόμου” λόγω της αμοιβαίας καταστροφικής ικανότητας ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, έτσι και η Μέση Ανατολή μπορεί να βρει ειρήνη μόνο όταν η ισχύς μοιραστεί «δίκαια». Όμως εδώ το πρόβλημα είναι διπλό: αφενός η περιοχή δεν διαθέτει σταθερά καθεστώτα, αφετέρου η έλλειψη διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου καθιστά κάθε κλιμάκωση εξαιρετικά επικίνδυνη.


Μια πυρηνική σύρραξη στη Μέση Ανατολή δεν θα είχε “ισοδύναμες απώλειες”, ούτε “οργανωμένη σύγκρουση”. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανυπολόγιστη ανθρώπινη και οικολογική καταστροφή — χωρίς επιστροφή.


Και η Τουρκία; Θα έπρεπε κι εκείνη να γίνει πυρηνική δύναμη;


Ακολουθώντας την ίδια λογική, ακούγεται όλο και συχνότερα και μια άλλη «καφενειακή» απορία:

«Γιατί να μην έχει πυρηνικά και η Τουρκία, αφού θέλει να παίξει ρόλο υπερδύναμης;»


Ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει εκφράσει δημόσια την ενόχλησή του για το «πυρηνικό μονοπώλιο» και έχει αφήσει να εννοηθεί ότι η Τουρκία θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα απόκτησης πυρηνικών, ενόψει και του αναθεωρητικού της ρόλου στην περιοχή.


Όμως εδώ τα δεδομένα είναι ακόμα πιο ανησυχητικά:

  • Η Τουρκία έχει ήδη απομακρυνθεί από τις δημοκρατικές αρχές, με συγκέντρωση εξουσίας, διώξεις και περιορισμό ελευθεριών.
  • Ο στρατός της έχει εμπλακεί σε επεμβάσεις σε Συρία, Λιβύη, Βόρειο Ιράκ, Ναγκόρνο Καραμπάχ, επιδεικνύοντας επιθετικές διαθέσεις.
  • Αν αποκτήσει πυρηνικά, θα ακολουθήσει ντόμινο: Ελλάδα, Σαουδική Αραβία, Αίγυπτος, πιθανώς και Ιράκ, θα νιώσουν υποχρεωμένες να απαντήσουν.
  • Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα ενίσχυε την ασφάλεια, αλλά θα οδηγούσε σε καταρρεύσεις συμφωνιών, εξοπλιστικό ανταγωνισμό και ένταση μεταξύ συμμάχων του ΝΑΤΟ, με ανυπολόγιστες συνέπειες.


Το δίλημμα δεν είναι “σε ποιον να δώσουμε πυρηνικά”, αλλά πώς να τα αφαιρέσουμε από όλους


Η λογική της «πυρηνικής ισότητας» μπορεί να φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, δίκαιη. Στην πράξη, όμως, είναι επικίνδυνηκαι αυτοκαταστροφική. Δεν οδηγεί σε ειρήνη, αλλά σε νέα δομική αστάθεια. Κανένα πυρηνικό οπλοστάσιο δεν μένει για πάντα στα “ασφαλή χέρια”, και καμία περιοχή του κόσμου δεν κέρδισε ειρήνη από την εξάπλωση των όπλων μαζικής καταστροφής.


Αντί η συζήτηση να περιστρέφεται γύρω από το ποιος «δικαιούται» να έχει πυρηνικά, θα έπρεπε να ανοίξει ξανά —με παγκόσμια πολιτική βούληση— η συζήτηση για τον πυρηνικό αφοπλισμό, για ένα νέο πλαίσιο εμπιστοσύνης και ασφάλειας, ιδίως στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.


Ο πλανήτης δεν αντέχει άλλους «δικαιούχους πυρηνικής ισχύος». Αντιθέτως, χρειάζεται λιγότερους — όχι περισσότερους.


————-

Βιβλιογραφία – Πηγές

  • «Το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης και τα σενάρια» (Καθημερινή, Αθηνάκης)  
  • «Ανάλυση Stratfor: Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν» (Ελεύθερος Τύπος)  
  • «Ανάλυση Euronews»: σύγκρουση αντιπροσώπων Ιράν–Ισραήλ  
  • «Ανάλυση Reuters / Καθημερινή» για τους πυραύλους και την αποτροπή  
  • Ρήτορική και πολιτική στήριξη Μέρτς προς Ισραήλ  
  • Γερμανός ΥΠΕΞ Wadephul: διάλογος και αυτοάμυνα  
  • Ιδιωτική συμφωνία Γερμανίας για ευρωπαϊκή “πυρηνική ασπίδα”
  • Διλήμματα Völkerrecht στην πρόληψη επίθεσης κατά πυρηνικών

23/6/25

23 Ιουνίου – Ημέρα Μνήμης για τον Ανδρέα Παπανδρέου

Σαν σήμερα, πριν από 29 χρόνια, έφυγε από κοντά μας ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, ο άνθρωπος που άλλαξε τη ροή της ελληνικής ιστορίας, ο ηγέτης που έδωσε φωνή στους μη προνομιούχους, παραμένει ζωντανός στη συλλογική μας μνήμη και στους αγώνες μας.

Ο Ανδρέας δεν ήταν απλώς πολιτικός. Ήταν οραματιστής, παθιασμένος υπερασπιστής της εθνικής ανεξαρτησίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Μίλησε για το λαό, με το λαό και χάραξε μια νέα πορεία: για μια Ελλάδα της ισότητας, της αξιοπρέπειας και της προόδου.

Το ΠΑΣΟΚ, το Κίνημα που ίδρυσε το 1974, υπήρξε φορέας βαθιών αλλαγών: στην υγεία, στην παιδεία, στα εργασιακά δικαιώματα, στη θέση της γυναίκας, στην αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, στη θεσμική θωράκιση της δημοκρατίας. Αυτές οι τομές δεν ήταν μόνο πολιτικές – ήταν υπαρξιακές για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα.


Σήμερα, τιμούμε όχι μόνο τη μνήμη του, αλλά και την πολιτική του παρακαταθήκη. Θυμόμαστε με ευγνωμοσύνη, αλλά και με ευθύνη. Για να μείνει το ΠΑΣΟΚ παρόν, οφείλουμε να είμαστε αντάξιοι της ιστορίας του και να προχωρούμε με πίστη στις αρχές που θεμελίωσε: Εθνική Ανεξαρτησία – Λαϊκή Κυριαρχία – Κοινωνική Απελευθέρωση – Δημοκρατική Διαδικασία.


Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν ανήκει μόνο στην Ιστορία, αλλά και στη μνήμη εκείνων που συνεχίζουν να πιστεύουν σε μια Ελλάδα πιο δίκαιη, πιο δημοκρατική, πιο ανθρώπινη.

13/6/25

Η Επιστροφή Τσίπρα και το στρατηγικό αδιέξοδο της αριστεράς στην εξουσία!

Η συζήτηση για την ενδεχόμενη επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ —ή και στην ευρύτερη κεντροαριστερά— φέρνει ξανά στο προσκήνιο το στρατηγικό πρόβλημα της αριστεράς όταν αναλαμβάνει κυβερνητική εξουσία.

Ο Τσίπρας, και ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί του, ανέβηκαν στην εξουσία το 2015 ως σύμβολο ρήξης. Εκφράζοντας την κοινωνική οργή μετά από πέντε χρόνια σκληρής λιτότητας, υποσχέθηκαν μια νέα σελίδα: διαγραφή χρέους, τερματισμό των μνημονίων, αξιοπρέπεια και δημοκρατία. Η εκλογή τους χαιρετίστηκε, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, ως μια ελπίδα για την ανατροπή του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου στην Ευρώπη.

Ωστόσο, το καλοκαίρι του 2015, το βροντερό «όχι» του δημοψηφίσματος μετατράπηκε σε «ναι», και η ρήξη μετατράπηκε σε διαχείριση του υπάρχοντος. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε το τρίτο —και ίσως πιο βαρύ— μνημόνιο, ενώ η κοινωνική του βάση βρέθηκε ξαφνικά να απολογείται για πολιτικές που ως χθες κατήγγειλε.

Αυτό δεν ήταν απλώς μια στροφή. Ήταν μια απογύμνωση. Έκτοτε, ο ΣΥΡΙΖΑ —όσο κι αν προσπάθησε να προβάλλει ένα πιο κοινωνικά ευαίσθητο προφίλ— δεν ξαναβρήκε τον πολιτικό του πυρήνα. Η ρητορική ρήξης δεν μπορούσε πια να πείσει, και η κυβερνητική του εμπειρία δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί την αποτελεσματικότητα της δεξιάς διαχείρισης, όπως την πρόβαλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το 2023, η ήττα δεν ήταν απλώς εκλογική —ήταν υπαρξιακή.

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι μοναδικό. Αριστερές ή κινηματικές δυνάμεις που έρχονται στην εξουσία —στη Λατινική Αμερική, στην Ισπανία, στη Γαλλία— συχνά αδυνατούν να κοινωνικοποιήσουν τις αναγκαίες προσαρμογές. Αντί να εξηγήσουν με ειλικρίνεια τις αντιφάσεις και τα όρια που συναντούν, επιλέγουν τη σιωπή ή τον τεχνοκρατισμό. Το αποτέλεσμα; Οι λαϊκές τάξεις νιώθουν εξαπατημένες. Η πολιτική ελπίδα μετατρέπεται σε απογοήτευση.

Η συζήτηση για την επιστροφή Τσίπρα, λοιπόν, δεν είναι μόνο ζήτημα προσώπου. Είναι ζήτημα στρατηγικής και ταυτότητας. Μπορεί ένα κόμμα —ή ένας ηγέτης— που εγκατέλειψε τη ρήξη, να ξαναγίνει φορέας ελπίδας; Ή μήπως, όπως δείχνει η εμπειρία, η απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος είναι μη αναστρέψιμη;

Αν η επιστροφή Τσίπρα σημαίνει επιστροφή στην ίδια διαχειριστική λογική με πιο “αριστερή” γλώσσα, το αδιέξοδο θα βαθύνει. Αν όμως είναι αφορμή για αναστοχασμό, για ειλικρινή λογαριασμό με το παρελθόν, και για οικοδόμηση μιας νέας πολιτικής γλώσσας, ρεαλιστικής αλλά και ριζοσπαστικής, τότε ίσως να αξίζει η προσπάθεια.

Αλλά η Ιστορία δεν περιμένει για πολύ.


8/6/25

Όταν οι θεσμοί σωπαίνουν – Μια πρόταση ανάγνωσης του «Γεντί Κουλέ» του Σπύρου Κουζινόπουλου

Μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωση του βιβλίου του Σπύρου Κουζινόπουλου «Γεντί Κουλέ – Η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης». Δεν πρόκειται απλώς για ένα ιστορικό έργο· είναι ένα βιβλίο που σε υποχρεώνει να κοιτάξεις κατάματα όχι μόνο την ωμή βία του αυταρχισμού, αλλά και την ακόμα πιο ύπουλη μορφή του: τη σιωπή των θεσμών.

Το Γεντί Κουλέ δεν ήταν απλώς φυλακή – ήταν κολαστήριο. Κατά την Κατοχή, τον Εμφύλιο, και κυρίως στα χρόνια της χούντας, υπήρξε τόπος εγκλεισμού, βασανιστηρίων και εξευτελισμού για μέλη αντιστασιακών οργανώσεων, φοιτητές, αγωνιστές της δημοκρατίας. Όμως αυτό που καθηλώνει περισσότερο δεν είναι μόνο οι περιγραφές των βασανιστηρίων. Είναι η διαχρονική ομερτά που σκέπαζε και εξακολουθεί να σκιάζει την ιστορία αυτού του τόπου κράτησης. Η συντονισμένη σιωπή δικαστικών, στρατιωτικών, πολιτικών· η ένοχη αδράνεια απέναντι σε όσα συνέβαιναν εκεί μέσα, συχνά μόλις λίγα μέτρα μακριά από τα γραφεία τους.


Το βιβλίο αυτό με οδήγησε σε απομυθοποιήσεις. Πρόσωπα που κάποτε εκτιμούσα, που είχα συνδέσει με την ιδέα της υπευθυνότητας και της θεσμικής σοβαρότητας, εμφανίζονται εδώ σιωπηλά ή συνένοχα. Όχι γιατί πρωτοστάτησαν στο κακό, αλλά γιατί το επέτρεψαν. Γιατί δεν το σταμάτησαν, ενώ μπορούσαν. Ίσως γιατί δεν τους συνέφερε. Ίσως γιατί δεν τόλμησαν.


Κι αυτό είναι που με έκανε να σκεφτώ βαθύτερα: Δεν είναι οι θεσμοί που εγγυώνται τη δημοκρατία, αλλά οι άνθρωποι που τους υπηρετούν. Άνθρωποι που τιμούν το καθήκον τους – και αυτοί δεν ανήκουν αποκλειστικά σε κάποιον ιδεολογικό ή θρησκευτικό χώρο. Ανήκουν στη δύσκολη, απαιτητική πλευρά της ιστορίας: εκεί που μετριέται το ήθος και το θάρρος. Όπως, αντίστοιχα, και εκείνοι της ομερτάς, εκείνοι που προστατεύουν το κατεστημένο του φόβου, δεν προέρχονται μόνο από τη μια ή την άλλη πλευρά. Το δίκτυο της συνενοχής απλώνεται παντού, όπως και το νήμα της αξιοπρέπειας.


Όμως δεν ήταν όλοι ίδιοι. Και αυτό οφείλουμε να το θυμόμαστε. Υπήρξαν δικαστικοί λειτουργοί, στρατιωτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι και πολίτες που, από μέσα, από τη θεσμική τους θέση, τόλμησαν να μιλήσουν. Να αποκαλύψουν την αλήθεια για το Γεντί Κουλέ, να καταγγείλουν τις συνθήκες, να σταθούν απέναντι στη βαρβαρότητα. Αυτοί οι άνθρωποι, λίγοι αλλά γενναίοι, λοιδορήθηκαν, απειλήθηκαν, περιθωριοποιήθηκαν. Κι όμως, χάρη και σε αυτούς σώζεται η μνήμη και διασώζεται η αξιοπρέπεια της δημοκρατίας.


Ο Κουζινόπουλος, χωρίς ρητορικές κορώνες, με τεκμήρια, έγγραφα, μαρτυρίες και ευθύτητα, αναδεικνύει κάτι βαθύτερο: την ευθύνη του να μη σωπαίνεις. Και γι’ αυτό το λόγο, δεν προτείνω απλώς την ανάγνωση του βιβλίου — την προτείνω ως άσκηση συνείδησης. Όχι μόνο για όσους θέλουν να μάθουν ιστορία, αλλά κυρίως για όσους θέλουν να καταλάβουν πώς η ιστορία φτιάχνεται ή συγκαλύπτεται.


Αυτό το βιβλίο μου άφησε έναν σιωπηλό θυμό – όχι μόνο για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν, αλλά και για όσους τα σκέπασαν. Και ταυτόχρονα, μια υπόμνηση: ότι η Δημοκρατία δεν αυτοσυντηρείται. Θέλει φωνές, θέλει πρόσωπα που σπάνε τη σιωπή. Και γι’ αυτό, κάποια βιβλία δεν τα διαβάζεις για να μάθεις. Τα διαβάζεις για να θυμηθείς σε ποια πλευρά θέλεις να στέκεσαι.