Ο Τσίπρας, και ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί του, ανέβηκαν στην εξουσία το 2015 ως σύμβολο ρήξης. Εκφράζοντας την κοινωνική οργή μετά από πέντε χρόνια σκληρής λιτότητας, υποσχέθηκαν μια νέα σελίδα: διαγραφή χρέους, τερματισμό των μνημονίων, αξιοπρέπεια και δημοκρατία. Η εκλογή τους χαιρετίστηκε, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, ως μια ελπίδα για την ανατροπή του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου στην Ευρώπη.
Ωστόσο, το καλοκαίρι του 2015, το βροντερό «όχι» του δημοψηφίσματος μετατράπηκε σε «ναι», και η ρήξη μετατράπηκε σε διαχείριση του υπάρχοντος. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε το τρίτο —και ίσως πιο βαρύ— μνημόνιο, ενώ η κοινωνική του βάση βρέθηκε ξαφνικά να απολογείται για πολιτικές που ως χθες κατήγγειλε.
Αυτό δεν ήταν απλώς μια στροφή. Ήταν μια απογύμνωση. Έκτοτε, ο ΣΥΡΙΖΑ —όσο κι αν προσπάθησε να προβάλλει ένα πιο κοινωνικά ευαίσθητο προφίλ— δεν ξαναβρήκε τον πολιτικό του πυρήνα. Η ρητορική ρήξης δεν μπορούσε πια να πείσει, και η κυβερνητική του εμπειρία δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί την αποτελεσματικότητα της δεξιάς διαχείρισης, όπως την πρόβαλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το 2023, η ήττα δεν ήταν απλώς εκλογική —ήταν υπαρξιακή.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι μοναδικό. Αριστερές ή κινηματικές δυνάμεις που έρχονται στην εξουσία —στη Λατινική Αμερική, στην Ισπανία, στη Γαλλία— συχνά αδυνατούν να κοινωνικοποιήσουν τις αναγκαίες προσαρμογές. Αντί να εξηγήσουν με ειλικρίνεια τις αντιφάσεις και τα όρια που συναντούν, επιλέγουν τη σιωπή ή τον τεχνοκρατισμό. Το αποτέλεσμα; Οι λαϊκές τάξεις νιώθουν εξαπατημένες. Η πολιτική ελπίδα μετατρέπεται σε απογοήτευση.
Η συζήτηση για την επιστροφή Τσίπρα, λοιπόν, δεν είναι μόνο ζήτημα προσώπου. Είναι ζήτημα στρατηγικής και ταυτότητας. Μπορεί ένα κόμμα —ή ένας ηγέτης— που εγκατέλειψε τη ρήξη, να ξαναγίνει φορέας ελπίδας; Ή μήπως, όπως δείχνει η εμπειρία, η απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος είναι μη αναστρέψιμη;
Αν η επιστροφή Τσίπρα σημαίνει επιστροφή στην ίδια διαχειριστική λογική με πιο “αριστερή” γλώσσα, το αδιέξοδο θα βαθύνει. Αν όμως είναι αφορμή για αναστοχασμό, για ειλικρινή λογαριασμό με το παρελθόν, και για οικοδόμηση μιας νέας πολιτικής γλώσσας, ρεαλιστικής αλλά και ριζοσπαστικής, τότε ίσως να αξίζει η προσπάθεια.
Αλλά η Ιστορία δεν περιμένει για πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου