6/9/11

Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα.

O πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ, με συνέντευξή του, που δημοσιεύεται στις εφημερίδες Financial Times και Le Monde, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων και στον ισχυρισμό της διαδόχου του, ότι οι Έλληνες εργάζονται λιγότερο σκληρά και κάνουν περισσότερες διακοπές από τους Γερμανούς. Ένας ισχυρισμός που ήταν, όπως είπε, εσφαλμένος και ένα «τεράστιο λάθος» πολιτικά. «Τους πρώτους μήνες της ελληνικής κρίσης, η κυρία Μέρκελ είχε το βλέμμα της στραμμένο υπερβολικά στην κοινή γνώμη και συμμετείχε στο να πλήξει την Ελλάδα», συνέχισε ο κ. Σρέντερ, προσθέτοντας: «Η στάση της άλλαξε οριστικά, αλλά τώρα είναι πολύ δύσκολο για αυτή να εισαγάγει αυτό το πράγμα στο κόμμα της».
Έτσι είναι. Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα. Αντιφατικές κραυγές οδηγούν σε αντιφατικές πολιτικές και σύγχυση. Και η σύγχυση με τη σειρά της σε εκλογικό Βατερλό. Συμβαίνει πλέον πολύ συχνά η κυρία Μέρκελ να χάνει αλυσιδωτά όλες τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Τώρα καλό ή κακό για μας; Οψόμεθα. (ΓΠ)

1 σχόλιο:

Anestis Moutafidis είπε...

Αυτή η αρχική στάση της Μέρκελ ήταν λανθασμένη βέβαια, αλλά και εμείς οι ίδιοι μας παρουσιάζουμε ως ελληνικός λαός πολλές φορές μία εντελώς αρνητική εικόνα για μας προς τα έξω, ή αφήνουμε με τον τρόπο μας να δημιουργούνται διάφορες προκαταλήψεις κατά των Ελλήνων, οι οποίες όταν κάποια στιγμή φουντώνουν και εξαποστέλονται κατά επάνω μας, μας πειράζουν και μας αποκαρδιώνουν. Έτσι και τώρα που ήρθε η ώρα να συμβιβαστούμε και να συνεργαστούμε με τους ευρωπαίους εταίρους μας, πρώτον για το δικό μας το καλό, δηλαδή για την καταπολέμηση της οικονομικής μας κρίσης και δεύτερον για την προώθηση και την παρα πέρα εξέλιξη της ευρωπαϊκής ιδέας, τίθονται ξαφνικά βασικά ζητήματα, όπως αυτά της εμπιστοσύνης, της συνέπειας, της φερεγγυότητας της δημοκρατικότητας, της εργατικότητας, κ.λ.π. Από εδώ μπορούμε να καταλάβουμε σε πιο σημείο βρισκόμαστε ακόμα στην Ευρώπη και ότι θα πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια ακόμα για να μπορέσει να αναπτυχθεί μέσα μας και αναμεταξύ μας κάτι σαν αυτό, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ευρωπαϊκή ταυτότητα. Προς το παρόν αναλωνόμαστε στο να αποδείξουμε το ένα κράτος προς το άλλο ότι υπερτερούμε ιστορικά, πολιτιστικά, τεχνολογικά κ.λ.π. Οι πολιτικοί μας αντιπρόσωποι δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν, δηλ. να περάσουν τις πολιτικές των μέσα στις κοινωνίες της ευρώπης, διότι πολλές φορές αισθάνονται οι ίδιοι τους ότι τα κοινωνικοπολιτικά κεκτημένα και οι νέες πολιτικές και οικονομικές περιστάσεις τους βρίσκουν απροετοίμαστους και αβοήθητους, με αποτέλεσμα να δημιουργούν μία αισθητή για τους πολίτες και την κοινωνία γενικότερα, ανασφάλεια, που σημαίνει ότι πολλές φορές είναι ζήτημα χρόνου πλέον, να χάσουν την εμπιστοσύνη του λαού ως πολιτικοί, αλλά και την επιρροή τους απέναντί του. Διαπιστώνουμε λοιπόν άλλη μία φορά ακόμα, ότι άλλο η βούληση και άλλο η πραγματικότητα. Για αυτό θα πρέπει να αναλογιστούμε τις ευθύνες που έχουμε όλες και όλοι μας επάνω στο θέμα της ευρωπαϊκής ενωποίησης και ότι θα πρέπει να συνεισφέρει όλος ο ευρωπαϊκός λαός, για να ξεπεράσουμε τις προκαταλήψεις μας από το παρελθόν, τις παλαιών αρχών αντιλήψεις μας, αλλά και τις ανεπιτυχής μεθόδους αντιμετώπησης προβλημάτων, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται να αντιμετωπίσουμε νέου είδους προβλημάτων παγκοσμίως, νέες οικονομικές και κοινωνικές καταστάσεις, να καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε τις μεγάλες κρίσεις και να παραμένουμε παρόλα αυτά χαμογελαστοί και ευδιάθετοι απέναντι στους συμπολίτες μας και γενικά απέναντι στην ζωή και να μην κοιτάμε ό ένας να μειώνει και να ταπεινώνει τον άλλον. Εδώ και τώρα θα φανεί λοιπόν το πραγματικό ποιόν των ευρωπαίων πολιτικών και και των πολιτών των ίδιων. Το εάν κάποιος πιστεύει στην πολιτική της σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας, είτε πιστεύει στην φιλελεύθερη πολιτική, είτε στην συντηρητική δημοκρατία(ακόμα ας είναι και αυτή της φωτισμένης δεσποτείας), δεν παίζει πιστεύω και τόσο μεγάλη σημασία απέναντι στο γεγονός, ότι όλοι και όλες μας θα πρέπει να μάθουμε να κάνουμε συμβιβασμούς με αλλόθρησκους και αλλοεθνής ανθρώπους, να αντιμετωπίζουμε με σεμνότητα και με αντικειμενικότητα τα ευρωπαϊκά μας ζητήματα, αλλά και να ήμαστε επίσης και πρόθυμοι να θυσιάσουμε κάποια εθνικά και προσωπικά μας συμφέροντα, για να μπορέσουμε κάποια μέρα να μιλάμε πραγματικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρωπής. Διαφορετικά πολύ φοβάμαι ότι θα παραμείνει μία καλή θεωρία, η οποία θα αποτύχει όμως στην πραγματική της εφαρμογή.