Αρχειοθήκη ιστολογίου

23/5/25

Μέσα στο σκοτάδι του καιρού: Η προσφυγιά της οικογένειάς μας (1917–1923)

 

Ήταν άσχημη εποχή το 1917–1923. Πόλεμοι, επαναστάσεις, εκκαθαρίσεις. Ο κόσμος ανεστραμμένος, τα πάντα εύθραυστα. Μέσα σε αυτή τη δίνη άνοιξε και η πικρή διαδρομή των δικών μας.

Η Ρωσική Επανάσταση και ο Εμφύλιος που ακολούθησε, η πολιτική αποσταθεροποίηση στον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα, οι συγκρούσεις με τις κεμαλικές δυνάμεις – όλα αυτά δημιούργησαν κύματα φυγής. Οι Έλληνες του Πόντου, ήδη κυνηγημένοι από τις διώξεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναζήτησαν καταφύγιο στη Ρωσία. Άλλοι νωρίτερα, άλλοι αργότερα, εγκαταστάθηκαν στις παρυφές της Μαύρης Θάλασσας: στην Κριμαία, στον Καύκασο, στο Κρασνοντάρ.


Εκεί βρήκε καταφύγιο και ο προπάππους μου. Ήταν μόλις δώδεκα χρονών όταν, ορφανός, έφυγε με πανί από τη Σαψούντα. Στο Κρασνοντάρ βρήκε συγγενείς, έγινε τεχνίτης, δημιούργησε οικογένεια και κατάφερε να χτίσει ένα διώροφο σπίτι – απόδειξη μιας ζωής που ρίζωνε. Δεν πρόλαβε όμως να φτάσει στην Ελλάδα.


Ο γιος του, ο παππούς μου Κλεάνθης, με τη γυναίκα του Ρόδα και τα πέντε τους παιδιά, βρέθηκαν μέσα στη δίνη. Μαζί και ο αδελφός του, ο Σάββας, με τη σύζυγό του Ελισάβετ, την κόρη του Ευδοκία από την πρώτη του γυναίκα, τη Λεμονιά, και τα μικρότερα αδέλφια της, την Αυγή και τον Χαρίλαο. Ήταν εύπορη και μορφωμένη οικογένεια· ο Σάββας εργαζόταν στο τοπικό Προξενείο. Τον χειμώνα, ο θείος Φθιόρωφ –γιατρός και συγγενής– μετέφερε τη θεία Ευδοκία και τη μικρή Δόμνα με έλκηθρο πάνω στα χιόνια. Η αβεβαιότητα, οι ταραχές, η πείνα και ο φόβος τούς ώθησαν στην προσφυγιά.


Στο λιμάνι της Οδησσού τους περίμενε μια βάρκα για να τους πάει στο πλοίο της φυγής. Μαζί τους κι ένα βαρύ μπαούλο, γεμάτο ρούχα και ενθύμια. Αναποδογύρισε τη βάρκα και χάθηκε στον βυθό του λιμανιού. Έμεινε εκεί, μαζί με τη μνήμη όσων άφησαν πίσω και όσων δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί.


Πρώτη στάση: Κωνστάντζα, στη Ρουμανία. Εκεί, σε πρόχειρο καταυλισμό, έμειναν για πολλές εβδομάδες. Κι εκεί, μέσα στην αναμονή και το αβέβαιο, η γιαγιά της μητέρας μου άφησε την τελευταία της πνοή. Θάφτηκε σ’ ένα ξένο χωράφι, κάτω από έναν πρόχειρο ξύλινο σταυρό. Δεν υπήρχε τελετή, δεν υπήρχε τάφος· μόνο το αποχαιρετιστήριο βλέμμα και ο πόνος του αποχωρισμού.


Κάθε πρωί, η γιαγιά Ρόδα έστελνε τα δύο κορίτσια της –τη θεία Βασιλική και τη μικρή Δόμνα, τη μάνα μου– να μαζεύουν αγριολούλουδα και να τα πηγαίνουν στον πρόχειρο τάφο. Αυτές ήταν οι τελευταίες επισκέψεις στην γιαγιά που τους κρατούσε ενωμένους. Έπειτα έμειναν μόνο οι εικόνες: ο σταυρός, το χώμα και το βάρος της μοναξιάς στο έλεος του χρόνου.


Μετά από διαμονή μηνών στην Κρήτη, έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, στριμωγμένοι ξανά στο κατάστρωμα του πλοίου. Από εκεί, εγκαταστάθηκαν στο Μικροχώρι Δράμας. Ο Κλεάνθης και η Ρόδα δούλεψαν σκληρά τη γη και στήριξαν τη νέα αρχή. Η προγιαγιά μου Ελισάβετ έζησε ως τα 110· σαν μια αρχαία παρουσία, κουβαλούσε όλα τα περάσματα, όλες τις μνήμες, τα πρόσωπα και τους τόπους που χάθηκαν.


Η μητέρα μου, η Δόμνα, κατάφερε να ξεφύγει από τη φτώχεια του κάμπου. Παντρεύτηκε τον πατέρα μου, τον Θεολόγο, έναν εμποροράφτη στη Δράμα. Μαζί έστησαν ένα μικρό ραφείο, έκαναν πελατεία, δημιούργησαν μια ήσυχη, αστική ζωή. Όμως η μνήμη της δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Ήταν πάντα εκεί: το καράβι από τη Σαψούντα, το μπαούλο στον βυθό της Οδησσού, τα χωράφια της Κωνστάντζας, ο ξύλινος σταυρός… κι η θεία Ευδοκία που παντρεύτηκε Κύπριο τοπογράφο και μετανάστευσαν στην Κύπρο.


Η οικογένειά μας πέρασε μέσα από σκοτάδι, ξενιτιά και θάνατο για να βρεθεί εδώ. Εγώ κρατώ το νήμα αυτής της διαδρομής σαν φυλαχτό· γιατί οι ρίζες που χάθηκαν στο ξένο χώμα εξακολουθούν να τρέφουν το δέντρο της μνήμης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: