του Νίκου Χρυσολωρά
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η ηγεσία της Ευρώπης αντιμετωπίζει μέχρι τώρα την κρίση με δειλία και αναποφασιστικότητα. Ελάχιστοι αμφισβητούν πλέον ότι το καθεστώς των τριών -παντελώς αναξιόπιστων- οίκων αξιολόγησης λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για την παγκόσμια οικονομία. Πολλοί είναι εκείνοι που επισημαίνουν την ανάγκη ριζικών μεταρρυθμίσεων στο -αφερέγγυο και απροσπέλαστο στις εποπτικές αρχές- χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Τι σχέση, όμως, έχουν τα παραπάνω με τα δικά μας,
πιεστικά, διλήμματα; Σημαίνουν μήπως ότι είναι βιώσιμο ένα κράτος που
«μπαίνει μέσα» δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο; Διαψεύδουν όσους
υποστηρίζουν ότι ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα είναι υπερμεγέθης,
αναποτελεσματικός και δυσκολεύει τη ζωή του πολίτη; Βυθίζουν στην
Κολυμβήθρα του Σιλωάμ τους εκατοντάδες χιλιάδες φοροφυγάδες;
Δικαιολογούν τις συνεχείς καταστροφές δημόσιας περιουσίας από τα
κακομαθημένα φιντάνια ενός αποτυχημένου εκπαιδευτικού συστήματος; ΄Η,
τέλος, αναιρούν τα επιχειρήματα εκείνων που τονίζουν ότι το κράτος δεν
μπορεί να παίζει τον ρόλο του ιδανικού εργοδότη για τους πολίτες και του
μοναδικού πελάτη για τις επιχειρήσεις;
Είναι αυτονόητο ότι η
απάντηση σε όλα τα προαναφερθέντα ερωτήματα θα έπρεπε να είναι αρνητική.
Και όμως, όλο και περισσότεροι σχολιαστές, πολιτικοί και ακαδημαϊκοί
στην Ελλάδα φαίνεται να χρησιμοποιούν τη συστημική κρίση ως βολικό
άλλοθι για να μην αλλάξει τίποτε στη δική μας χώρα. Οταν έρχονται
αντιμέτωποι με πρακτικά ζητήματα για προβλήματα εξόχως ελληνικά απαντούν
με υπεκφυγές, αραδιάζοντας επιχειρήματα για τις αντιφάσεις του ύστερου
καπιταλισμού, τις παγκόσμιες ανισορροπίες, τη ρημάδα την κοινωνία και τα
συναφή. Αλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, δηλαδή.
Η πραγματικότητα όμως
δεν θα εξαφανιστεί αν την αγνοήσουμε και αλλάξουμε συζήτηση. Το χαλί των
δανεικών κάτω από το οποίο την κρύβαμε τόσα χρόνια δεν υπάρχει πια.
Ακόμη και έπειτα από έναν ενδεχόμενο γεωοικονομικό σεισμό ή μία ολική
χρεοκοπία, η Ελλάδα πιθανότατα θα πρέπει να συνεχίσει να συναλλάσσεται
με άλλα κράτη και να παρέχει υπηρεσίες και προϊόντα ανταγωνιστικά, ούτως
ώστε οι πολίτες της να μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς από το παραγόμενο
προϊόν τους, χωρίς να ζητιανεύουν την «καλοσύνη των ξένων». Ολα τα άλλα
είναι προφάσεις εν αμαρτίαις.
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 16.7.2011
1 σχόλιο:
Θα πρέπει να μάθουμε να συζητάμε άβολες αλήθειες για να καταφέρουμε κάποια μέρα να σταθεροποιήσουμε την οικονομία της Ελλάδος. Οι υπεκφυγές κάποιων πολιτικών, με φτωχικό και μίζερο διπλωματικό πνεύμα, όπως και τα παραμυθάκια της χαλιμάς που συνηθήζαμε να ακούμε από πολλούς από αυτούς τις τελευταίες δεκαετίες, θα πρέπει να ανοίκουν στο παρελθόν. Γι αυτό θα πρέπει να σταματήσουμε να ωραιοποιούμε το άσχημο και το λανθασμένο. Θα βασιζόμαστε εδώ και στο εξής σε οικονομικά μεγέθη, τα οποία θα μας φέρουν την σταθεροποίηση και την ανάκαμψη της οικονομίας μας. Εξ άλλου θα πρέπει να κοιτάξουμε να επεκτείνουμε τις διπλωματικές και τις οικονομικές μας σχέσεις με τους μεγάλους μας εταίρους. Εάν δεν έχουμε πραγματικούς εταίρους, θα πρέπει να κοιτάξουμε να αποκτήσουμε τέτοιους, γιατί αυτό είναι αναγκαίο. Τους δυνατούς και μεγάλους εταίρους τους χρειαζόμαστε για να μας υποστηρίξουν επάνω στην διαδικασία της σταθεροποίησης και της ανάπτυξής μας. Τέτοιοι δυνατοί εταίροι υπάρχουν μέσα και έξω από τον ευρωπαϊκό χώρο, κάποιοι από αυτούς βρίσκονται γεωγραφικά πολύ πιο κοντά μας από ότι νομίζουμε. Οφείλουμε να τους εντοπίσουμε και να δημιουργήσουμε ένα νέο κεφάλαιο οικονομικών και εμπορικών συναλλάγων μαζί τους, για να προετοιμάσουμε το έδαφος για μία πραγματική ανάπτυξη της Ελλάδος. Η Γερμανία, Η Κίνα, Η Πρώϊν Σοβιετική Ένωση όπως και η Τουρκία αποτελλούν χειροπιαστά παραδείγματα για τέτοιου είδους εταίρους, κατάλληλους για εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητες νεόυ τύπου με την Ελλάδα, οι οποίες θα απαλλάξουν την Ελλάδα κατά δική μου γνώμη από την αιώνια νευραλγική της πάθηση, δηλαδή την πανύψηλη χρηματική της καταχρέωση και την υψηλή της ανεργία.
Δημοσίευση σχολίου