12/4/25

Η επιστροφή της ρητορικής της παρηγοριάς: Τι μας θυμίζει η άνοδος της Ζωής Κωνσταντοπούλου

Στις 24 Ιουλίου 2015, σε μια εποχή πολιτικής έντασης και εθνικής αμηχανίας μετά το δημοψήφισμα, έγραφα ένα σχόλιο για το φαινόμενο Ζωής Κωνσταντοπούλου. Τότε, το ερώτημα ήταν γιατί ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου την ακολουθεί με τόσο πάθος. Σήμερα, σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, το ίδιο ερώτημα επανέρχεται, σχεδόν αυτούσιο, με αφορμή την πολιτική της παρουσία στα Τέμπη και τη νέα δημοσκοπική της άνοδο. Τίποτα δεν μοιάζει να έχει αλλάξει — ή μάλλον, η ανάγκη των ανθρώπων να ακούσουν αυτό που θέλουν να πιστέψουν, παραμένει ίδια και ανεξάντλητη.


Έγραφα τότε:

«Είναι ένας Λάκης Λαζόπουλος της πολιτικής. Σε μια εποχή που ο κόσμος έχει ανάγκη από λύσεις, η Ζωή Κωνσταντοπούλου υποδαυλίζει την περιρρέουσα υστερία και κάνει ό,τι μπορεί για να απαλλάξει τους ψηφοφόρους της από τη διαδικασία της σκέψης…Γιατί λέει στους ψηφοφόρους αυτό ακριβώς που θέλουν να ακούσουν, με τη στομφώδη και επιστημονικοφανή διατύπωση που απαιτείται για να ψαρώσεις κάποιον αμαθή και χειραγωγήσιμο. Οι Έλληνες έχουν ανάγκη να ακούσουν πως δεν φταίνε οι ίδιοι για την κατάστασή τους, άρα όποιος διαμορφώσει τη ρητορική του με άξονα την πλήρη άφεση αμαρτιών, εντάσσοντας μάλιστα σ’ αυτήν γλωσσικά πυροτεχνήματα, εύπλαστες ακαδημαϊκές αοριστίες και δικολαβίστικες τεχνικές, κερδίζει κατευθείαν τη συμπάθειά τους.»


Αυτό που τότε φαινόταν στιγμιαίο ή συγκυριακό, σήμερα επιστρέφει με πιο σταθερά χαρακτηριστικά. Η δημοσκοπική άνοδος της Ζωής Κωνσταντοπούλου δεν είναι απλώς αντίδραση σε ένα τραγικό γεγονός όπως τα Τέμπη. Είναι ένδειξη βαθύτερης δυσπιστίας προς το πολιτικό σύστημα συνολικά. Η ρητορική της, στηριγμένη στον θυμό, στη στοχοποίηση και στην ψευδο-ηρωική αφήγηση, βρίσκει πρόθυμο ακροατήριο σε μια κοινωνία που νιώθει διαχρονικά αδικημένη και ανυπεράσπιστη. Η άνοδος αυτή είναι περισσότερο κοινωνικό φαινόμενο παρά αμιγώς πολιτική επιλογή — και ακριβώς γι’ αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται.


Τότε ήταν το μνημόνιο. Σήμερα είναι τα Τέμπη. Τότε ήταν η τρόικα, σήμερα είναι οι “δολοφόνοι” του κράτους. Οι ρόλοι αλλάζουν, οι αφορμές διαφοροποιούνται, αλλά το σενάριο παραμένει το ίδιο: μια πολιτική που χτίζεται πάνω στον θυμό και τρέφεται από την απελπισία. Που προσφέρει απαντήσεις έτοιμες, εύκολες, άκαμπτες. Που δεν ζητά σκέψη αλλά πίστη.


Η επανάληψη του φαινομένου δεν είναι απλώς σύμπτωμα της πολιτικής κουλτούρας, είναι αντανάκλαση μιας κοινωνίας που διαρκώς αναζητά “ενόχους” και “σωτήρες”, και συχνά επιλέγει να μείνει στη σκιά της αγανάκτησης, αντί να περάσει στο φως της ευθύνης.



Δεν υπάρχουν σχόλια: