29/12/10

Ανεργος Χριστός ανάμεσά μας

του ΚΩΣΤΑ ΜΑΜΕΛΗ
 
Ανήμερα Χριστούγεννα, πήγε στην Παναγιά, την ταπεινή, τη γειτόνισσα. Οπως τότε, παιδί, με τη σύνοψη. Λίγος κόσμος στο δρόμο, λιγότερος στην εκκλησιά. Πρόσωπα σιωπηλά, σχεδόν ανέκφραστα στα γκρίζα, λερά πεζοδρόμια. Μόνο κάτι κυρίες -με πατσουλιά- σχολιάζουν θορυβωδώς το χτεσινοβραδινό τους κουμ-καν.Αν η πόλη -σκέφτηκε- είναι οι άνθρωποί της, είναι πλήρως απούσα σήμερα -ελάχιστοι πιστοί- με την εικόνα να ίσταται στον πρόναο σαν κράχτης της εμπορευματοποιημένης θρησκοληψίας χωρίς πολλούς «πελάτες». Πήγε όχι μόνο γιατί σήμερα ο «Χριστός γεννάται», αλλά για την απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημά του για το πότε «γεννάται» ο άνθρωπος. Πρόσφατα απολυμένος -στα 55- ντρέπεται για την κατάντια του, τι να πει στην κυρά, στα παιδιά που μεγάλωσαν, πώς να πληρώσει τον καφέ στο καφενείο.

Ηθελε να ξαναγεννηθεί, αλλά πώς; Γίνεται ο Ανθρωπος Χριστός; Ποιος θα τόνε πάρει στη δούλεψη; Εκεί, συστηματικά κρυμμένος στις ήσυχες γωνίες του ναΐσκου, θέλει μόνος και μοναχικός να συλλογάται ελεύθερα, άρα να συλλογάται καλά. Να θρηνεί, να αναλογίζεται, να ταξιδεύει εντός του βυζαντινού μέλους. Χρονιάρα μέρα - δακρύζει, ζητάει συγχώρεση, που πρόδωσε, που λύγισε. Χοροπηδάει στη φλόγα του κεριού ο διάβολος κι η ψυχή του αναπηδάει στο εγκόσμιο καθαρτήριο.

Ναι, έκανε πίσω όταν δεν έπρεπε, λιποτάκτης ήτανε, των ιδεών του. Παρακάλεσε, ικέτεψε τ' αφεντικό -αυτός ο περήφανος- να μείνει, έστω και τετράωρο, στην παραγωγή. Κιότεψε μπρος στη φτώχεια, ξεφτελίζοντας την ορμήνια του πατέρα (πέθανε όρθιος τραγουδώντας «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή»).

Φίλησε κατουρημένη ποδιά για μισό μισθό «έστω 500 κυρ Στέλιο και χωρίς ένσημα, μετά τριάντα χρόνια…» του είπε, εισπράττοντας, κυνικά, άρνηση.

Στην Παναγία κόγχη, ακούγοντας «Χριστός γεννάται, δοξάσατε. Καγώ βοήσομαι της ημέρας την δύναμιν: Ο άσαρκος σαρκούται…. Ο αναφής ψηλαφάται. Ο άχρονος άρχεται…», τον έπιασε γλυκό παράπονο, όπως εκείνη τη μοναδική άνοιξη στο χωριό με τους λεμονανθούς -ήτανε δεν ήτανε 10- που του χάιδεψε τα μαλλιά η πανέμορφη -κόρη ξενιτεμένων- Ευρυδίκη, πριν το στερνό αντίο.

Αφησε πίσω του σβηστά τα τρεμοπαίζοντα κεράκια… Μαζί τους κι οι αναμνήσεις των χαμένων παραδείσων. Το πήρε απόφαση. Είτε στα Σπόρκα, είτε στη Βηθλεέμ, ο Χριστός φέτος, άνεργος. Εξω η πόλη σιωπηλή. Μόνο από το ανήλιαγο ημιυπόγειο ακούγονταν αχνά ο Μητροπάνος «πως η ανάγκη γίνεται ιστορία, πως η ιστορία γίνεται σιωπή»

Δημοσιεύτηκε: Τετάρτη, 29 Δεκεμβρίου 2010 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: