30/7/11

Οικoνομική αιμορραγία προς τη Βουλγαρία

«Οκτακόσιες επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων καταχωρίστηκαν στο Εμπορικό Μητρώο της Βουλγαρίας το πρώτο εξάμηνο του 2011!». «Μέχρι το τέλος του έτους οι εκτιμήσεις των αρμοδίων αναφέρουν ότι αναμένεται η σύσταση επίσης  ισάριθμων εταιριών από Έλληνες..»**
Η οικονομική κρίση μπορεί να αποτελεί μια δικαιολογία, αν και όχι τη μοναδική μιας και το φαινόμενο δεν πρωτοεμφανίζεται τώρα. 

Οι επιχειρήσεις έντασης εργασίας ανέκαθεν προσελκύονταν από περιοχές φθηνής εργατικής δύναμης. Και η Βουλγαρία προσφέρεται εδώ και αρκετά χρόνια. Η κρίση βέβαια δημιούργησε και μια άλλη τάση στο ελληνικό καταναλωτικό κοινό. Τη στροφή στην αγορά ελληνικών προϊόντων. Προφανής και θεμιτός ο στόχος. «Δυναμική στην ελληνική αγορά μέσω ανάπτυξης της ζήτησης, προσέλκυσης επενδύσεων, θέσεις εργασίας και πάει λέγοντας.» Μόνο που το κεφάλαιο είναι ξεροκέφαλο και δεν πολυκαταλαβαίνει. Το πιο πιθανό είναι να αγοράζουμε πλέον ελληνικά εισαγόμενα προϊόντα. (ΓΠ)

**ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ 30.07.2011-Ρεπορτάζ Τάσου Τασιούλα

2 σχόλια:

Anestis Moutafidis είπε...

Οι εταιρίες ιδρύονται συνήθως σε μέρη, όπου οι διαδικασίες για την ίδρυση αυτών είναι σχετικά εύκολες και πρακτικές και τα έξοδα παραγωγής κυμαίνονται σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο, έτσι ώστε το κέρδος που θα μείνει στο τέλος στον ίδιο τον παραγωγό, να είναι όσο το δυνατόν πιο υψηλό. Αυτοί είναι μεταξύ άλλων οι κύριοι λόγοι, για τους οποίους οι Έλληνες επιχειρηματίες επενδύουν σε κράτη όπως την Βουλγαρία, Ρωμανία, Αλβανία κ.λ.π. Αυτό που επίσης είναι σημαντικό όμως είναι το γεγονός, ότι το προϊόν που πρόκειται να κατασκευαστεί και να πωληθεί, θα πρέπει να είναι μέσα στην αγορά, στην οποία θα προταχθεί για να πουληθεί ανταγωνίσημο και σχετικά φτηνό. Οι αγορές της Βουλγαρίας και των άλλων βαλκανικών χωρών, προσφέρουν για τα ελληνικά προϊόντα και τις ελληνικές υπηρεσίες τις καλύτερες προϋποθέσεις, ότι αφορά την εξασφάλιση της φτηνής κατασκευασίας, αλλά και της φτηνής πώλησης. Αν κοιτάξουμε τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που κατασκευάζονται και προσφέρονται από ελληνικές εταιρίες στα βαλκανικά κράτη, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται κατά κύριο μέρος για εταιρίες κινητών τηλεφώνων και κατ´ επέκταση τηλεφωνικών υπηρεσιών , εταιρίες επιπλοκατασκευασιών,εταιρίες κατασκευασίας ενδυμασιών, εταιρίες κατασκευασίας χυμών από φρούτα, όπως και για αγοροπωλησίες φρούτων, ποτών (όπως κρασιά, ούζο, ρακί, Μεταξά κ.λπ.) όπως και γλυκών του κουταλιού και της ζαχαροπλαστικής. Οι γούνες, το ελαιόλαδο, οι ελιές κατα κάποιο τρόπο και το βαμβάκι, αποτελούν τα κλασσικά παραδείγματα για την διεξαγωγή ελληνικών προϊόντων προς το εξωτερικό, αλλά ιδίως προς τα βαλκανικά κράτη. Οι ελληνικές εταιρίες είχαν εώς τώρα στα βαλκανικά κράτη μία σχετική επιτυχία με τις επεκτατικές των τάσεις, ακριβώς για τον λόγο τον οποίο ανέφερα στην αρχή του σχόλειού μου αυτού. Οι βαλκανικές αγορές ήταν εξ αρχής κατάλληλες για την απορρόφηση των ελληνικών προϊόντων αυτών, λόγο της όμοιας ιδιομορφίας των αγορών των με την ελληνική αγορά, της ιδιαίτερης προτίμησης των σχετικά φτηνών ελληνικών προϊόντων, αλλά και λόγω της όμοιας τάσης των λαών των βαλκανίων να καταναλώσουν τις ίδιες νοστιμιές, να γνωρίζουν και να εκτιμούν την εξ´ίσου φυσική ποιότητα των ελληνικών προϊόντων με αυτήν των δικών των αλλά και την αναλόγως εύκολης κονσερβοποίησης των ελληνικών προϊόντων. Στην διάρκεια όλου του διαστήματος, στο οποίο τα άλλα βαλκανικά κράτη με τα οποία η Ελλάδα διατηρούσε εξ αρχής εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές, δεν είχαν ενταχθεί ακόμη επίσημα ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν η ελληνική εμπορική δραστηριότητα και η εγκατάσταση των ελληνικών εταιριών στα μέρη αυτά, κάτι παρόμοιο όπως η εγκατάσταση των γερμανικών εταιριών κατά τις δεκαετίες του ογδόντα και του ενενήντα στα μέρη της Κροατίας, της Ουγγαρίας, της Ελβετίας και της Αυστρίας. Οι βαλκάνιοι γείτονές μας γνώριζαν την καλή ποιότητα των φυσικών ελληνικών προϊόντων, αλλά και την σχετικά χαμηλή των τιμή και την προτίμησαν ακόμα από τις αρχές των εμπορικών συναλλαγών των με την Ελλάδα. Έπειτα από το πέσιμο του τείχους στην Γερμανία, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των ελλήνων στα μέρη των βαλκανίων αναπτύχθηκαν περισότερο και έφτασαν γύρω στο έτος 2005 θάλεγα περίπου στο αποκορύφωμά τους, εφόσον στα χρόνια που ακολούθησαν μετέπειτα πραγματοποιήθηκε σιγά σιγά η ένταξη των υπολοίπων βαλκανικών χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διανύοντας στην πορεία η κάθε μία από αυτές ένα συγκεκριμένο μεταβατικό στάδιο βέβαια. Με την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρωμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυξήθηκε κατά κάποιο τρόπο και ο ανταγωνισμός της αγοράς στα κράτη αυτά, που σήμαινε για τους Έλληνες επιχειρηματίες ότι στο μέλλον θα ήταν αναγκασμένοι να μοιραστούν τις αγορές των κρατών αυτών με κράτη όπως την Γερμανία, την Ιταλία, με μερικά από τα τέως ανατολικά κράτη, κ.λ.π.

Anestis Moutafidis είπε...

(Συνέχεια με το δεύτερο μέρος του σχόλιου)

Εκτός αυτού αναπτύχθηκαν τα χρόνια αυτά επίσης και έντονα οι εμπορικές δραστηριότητες των κινέζων στις χώρες των βαλκανίων, οι οποίοι εξ ίσου με δραστήριο και σβέλτο τρόπο ήταν εις θέσην να δημιουργήσουν τα χρόνια μετά την αλλαγή της χιλιετερίδας, παρόλες τις αρχικά γι αυτούς υπάρχουσες αντιξοότητες,έντονες εμπορικές δραστηριότητες, στον δευτεροβάθμιο εμπορικό τομέα, ιδίως στον τομέα των ενδυμασιών, της γαστρονομίας και των οικοσκευών. Τα κύρια κίνητρα, για τα οποία λοιπόν οι έλληνες επιχειρηματίες επενδύουν στα κράτη των Βαλκανίων, όπως π.χ. στην Βουλγαρία, είναι η σχετικά φτηνή παραγωγή όπως και η καλύτερη εξάπλωση των προϊόντων των εώς προς το παρόν στις αγορές των κρατών αυτών. Σε ότι αφορά τώρα την εισαγωγή των ελληνικών προϊόντων στην Ελλάδα, από τις βαλκανικές χώρες, όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις των παραγωγικών μονάδων των προϊόντων αυτών, μην γνωρίζοντας ακριβώς το κατά σε πόσο μεγάλο βαθμό αυτό το φαινόμενο ήδη εφαρμόζεται στην Ελλάδα, ομολογώ πως πρόκειται για κάτι το οποίο κατά δικής μου εκτιμήσεως είναι οικονομολογικά εντελώς φυσιολογικό και για τους ίδιους τους παραγωγούς κερδοφόρο και ότι δεν με εκπλήσσει για αυτόν τον λόγο καθόλου. Ως παράδειγμα μπορούμε να αναφερθούμε σε μάρκες προϊόντων όπως Lacoste, Adidas, Puma, κ.λ.π., οι οποίες ως γνωστόν ολοκλήρωναν την παραγωγή των σε χώρες όπως την Τουρκία, Κίνα, Σιγκαπούρη κ.λ.π. και το γερμανικό κράτος εισήγαγε τα έτοιμα προϊόντα αυτά και πάλι στην Γερμανία για να πωληθούν εκεί. Εάν το δούμε λοιπόν κάτω από εντελώς οικονομικά κριτήρια, πρόκειται εδώ για μία υγειής οικονομική δραστηριότητα για τον εκάστοτε παραγωγό και τον εκάστοτε επιχειρηματία από την μία, για μία οικονομικά επιβαρυντική όμως διαδικασία για την εθνική οικονομία του εκάστοτε κράτους προελεύσεως του επιχειρηματία, στο παραδειγμά μας της Ελλάδος. Εδώ όμως η ίδια η Ελλάδα και συγκεκριμένα οι πολιτικοί της αντιπρόσωποι οι οποίοι είναι αρμόδιοι για τέτοιου είδους οικονομικά ζητήματα, οφείλουν να λάβουν τα μέτρα τους. Οι οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές μέσα στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα είναι στο μέλλον κάθε άλλο παρά άνετες και εύκολα προβλεπόμενες. Η αγορές θα γίνουν όλο και πιο ανταγωνιστικές, που σημαίνει ότι ακόμα και μέσα στην ίδια την Ελλάδα, τα ελληνικά προϊόντα θα έχουν όλο και μεγαλύτερη δυσκολία όχι μόνον να κατασκευαστούν, αλλά ακόμη και να πωληθούν, λαμβάνοντας σε αυτό το σημείο υπόψιν, ότι οι τεχνολογικά καλά οργανωμένες επιχειρήσεις των άλλων κρατών μέλλων, οι οποίες θα είναι εις θέσην να εισχωρήσουν με τα προϊόντα τους στην ελληνική αγορά, θα είναι εις θέσην να τα πουλήσουν εντός και εκτός της ελληνικής αγοράς πιο φτηνά και σε καλύτερη ποιότητα, από ότι θα είναι οι έλληνες παραγωγοί. Αυτοί είναι οι όροι της οικονομίας και δεν μπορεί να τους αλλάξει κανείς. Σε ότι αφορά την παραγωγή προϊόντων ανεπτυγμένης και υψηλής τεχνολογίας στην Ελλάδα, αυτό είναι βέβαια ένα εκ του ον, ουκ ων άνευ ιδιαίτερα μεγάλο και σημαντικό θέμα το οποίο απαιτεί ιδιαίτερη αφοσίωση και προσοχή και από το οποίο θα εξαρτηθεί κατά την δική μου εκτίμηση το μέλλον της εθνικής οικονομίας της Ελλάδος. Θα πρέπει να είμαστε όλοι μας σε μόνιμη επαγρύπνηση και σε ετοιμότητα λοιπον για να μπορέσουμε να ανταπεξελθούμε στις νέες προκλήσεις και απαιτήσεις του προσεχές μέλλον.





Ανέστης Μουταφίδης Στουτγκάρδη, τη 30.07.2011